.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



κείμενο βάρκας

διορθωτικό τελικό κείμενο

Το ρεπορτάζ  και η συνέντευξη  είναι κάτι το εφήμερο, όπως η εφημερίδα...   Στη περίπτωσή μου όμως, η συνέντευξη που πήρα το 1959  από τον Ωνάση, σημάδεψε   τη καριέρα μου  τόσο πολύ, ώστε   ότι άλλο κι΄αν έκανα από τότε, επισκιαζόταν  απο αυτή την  αποκλειστικότητα.  Τόσο διάσημος ήταν ο μπαγάσας και τόσο άσημος εγώ, που χρόνια τώρα δεν με δείχνουν  για τίποτα  άλλο, παρά μόνο λένε "αυτός -να δεις πως τον λένε-   ήταν φίλος  του  Ωνάση!" Καμιά φορά αγανακτώ τόσο, που σκέφτομαι να πέσω από την Ακρόπολι για να ξαναγίνω πρωτοσέλιδος... Αλλά πάλι θα βάλουν τίτλο: Αυτοκτόνησε η σκιά του Ωνάση...". Φίλος εκδότης μου μήνυσε γράψε ακόμη ένα βιβλίο αλλά με θέμα τον  Ωνάση... Βγάζω  λοιπόν το εντέκατο και τελευταίο που θα έχει μέσα τον Μεγάλο Σμυρνιό, αλλά και άλλες διασημότητες  που συνάντησα στη καριέρα μου. Κι΄όσοι το διαβάσουν με προσοχή θα καταλάβουν γιατί ένα  μοναχοπαίδι, που δεν είχε γειτονόπουλα να παίξει,   λαχταρούσε να γνωρίσει  όλο τον κόσμο...

     

 με βάρκα στον ωκεανό...  

H δημοσιογραφία  μου΄ δωσε αυτό που λαχταρούσα από παιδί, απομονωμένο στο αγρόκτημά μας στα ανατολικά όρια του Παλαιού Φαλήρου: Την απελευθέρωση από τη μοναξιά, και την επικοινωνία μου με τους ανθρώπους... Η Αθήνα είναι κοντά, αλλά απλησίαστη για μένα. Κάποιες Κυριακές ο πατέρας μας πηγαίνει με τη μητέρα στην Ακρόπολη, σε άλλους αρχαιολογικούς image006χώρους και σε μουσεία. Στο Κεραμεικό στέκεται κάθε φορά συλλογισμένος μπροστά στην επιτύμβια στήλη του έφηβου κυνηγού με το θλιμμένο γονιό, τον κατηφή νεαρό δούλο και τον πιστό σκύλο με το μουσούδι στο τάφο. Ο πατέρας μου στοχάζεται ότι έζησαν κι΄άλλοι πριν από εμάς κι ότι κοιτάζοντας πίσω, βλέπεις μπροστά τη φθαρτή ζωή. Τον ρωτάω: Ο δούλος μπόρεσε ποτέ να χαράξει στήλη ή επιτύμβιο σε δικό του αγαπημένο πρόσωπο; Από εκείνη τη στιγμή ο πατέρας αρχίζει να εξερευνάει τις σκέψεις μου και να μου φανερώνει και τις δικές του. Μου λέει: Στη ζωή υπάρχουν οι κατέχοντες και οι μη έχοντες. Από τους πρώτους, λίγοι ενδιαφέρονται να μάθουν για τον Παρθενώνα και από τους άλλους, οι περισσότεροι αδιαφορούν για το παρελθόν, γιατί είναι ζεμένοι στο μαγγανοπήγαδο της βιοπάλης.Με πηγαίνει και στην Ελευσίνα, στο Σούνιο, στην αρχαία Ολυμπία, στους Δελφούς, και σ΄άλλους αρχαιολογικούς χώρους, όπου μελαγχολεί , γιατί βλέπει μόνο ξένους επισκέπτες. Μιλάει γαλλικά και λίγα αγγλικά και πιάνει κουβέντα με όσους γνωρίζουν ακριβώς τι έρχονται  να δουν - κάποιοι με  ιερό δέος -  κι΄όχι για να βγάλουν μόνο αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά στα μάρμαρα... Αυτές οι πέτρες -  λέει - δεν έχουν φωνή, αλλά έχουν βροντερό παρελθόν. Τις  αγγίζει, τις χαιδεύει... Μανία του τα τοπωνύμια και τα ανθρωπονύμια, που τα ψάχνει σε αρχαία κείμενα, κυρίως του Παυσανία και του Στράβωνα.

Το χωριό της Μεσσηνίας που έχω γεννηθεί είναι η αρχαία  Οιχαλία, αλλά επι τουρκοκρατίας του είχαν αλλάξει το όνομα. Εκεί γινόταν κάθε Κυριακή το περίφημο παζάρι του Αλη Τσελεπή, αλλά ο παππούς επέμενε να γράφει στα τιμολόγια το αρχαιοελληνικό του όνομα.  Ήταν έμπορος, έφερνε βακαλάους από τη Σκανδιναβία, κασμίρια από την Αγγλία, μπορσαλίνο από την Ιταλία, είχε άλογα, δούλες και υπερέτες, άμαξα και αμαξάκι - λιμουζίνα και σπόρ  αυτοκίνητο, θα λέγαμε σήμερα. Ο πατέρας  αν και δεν κατέχει  πιά πλούτο, διατηρεί αξιοπρεπές ύφος και ντύνει τον εαυτό του κι΄εμάς στη τρίχα. Φοράει  το χοντρό χρυσό δαχτυλίδι με τη πέτρα του πρωτότοκου και διαφεντεύει το σπίτι με μιά ματιά. Δεν πηγαίνει σε καφενείο και σε  κέντρα διασκέδασης. Ακούει στο γραμμόφωνο δημοτικά  τραγούδια, τη Σοφία Βέμπο και την Κάκια Μένδρη, μια άρια του Καρούζο κι΄ένα σαξόφωνο... Η μητέρα, από το γειτονικό  χωριό που γεννήθηκα, το Ζευγωλατιό, ορφανή από μάνα αλλά με στοργική μητριά, έχει τον πατέρα της στην  Αμερική. Όταν  έρχεται μετά  τον πόλεμο, με χρυσά  δόντια, ρολόι με καδένα και βιβλία του Ιεχωβά,  οι γονείς  μου δεν δέχονται  να  κατεβάσουν  τα  εικονίσματα  και πηγαίνει σ΄αυτούς που  του κάνουν τα κέφια  γιά να τον κληρονομή σουν...

Ποτέ δεν τολμάω να  ρωτήσω  το γονιό μου,  γιατί  αναφέρεται διαρκώς στον  άψυχο κόσμο που έφυγε  και να  με κρατάει μακρυά από τον σημερινό, τον ζωντανό. Όταν μπαίνω στο Γυμνάσιο κι΄αρχίζω να διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα, μου λέει: Άφησε τις φαντασίες και προσγειώσου στη σκληρή πραγματικότητα... Κι΄όταν με συμβουλεύει να μη πιάνω κουβέντα με αγνώστους, μου εξηγεί ότι είμαι ακόμη   ανώριμος να γνωρίσω τους  ανθρώπους, γιατί θα τους ερμηνεύσω  με  αθωότητα  κι΄ όχι  με πείρα... Η  μάνα έχει τη δική της άποψη: Αν γνωρίσεις τους ανθρώπους πρέπει και να τους συμπονέσεις και να τους βοηθήσεις, αλλιώς μείνε μακρυά τους... Μακρυά από τον κόσμο οι τρεις μας, ακόμη και στις Κυριακάτικες εξορμήσεις μας, που καταλήγουν σε κάποιο απόμερο τραπεζάκι, αναψυκτηρίου, όπου εγώ όλο ρωτάω, ο πατέρας απαντάει και η μητέρα ακούει...

        Δωριείς  μετανάστες και Τζιμ Λόντος

 Οι ρίζες μου προέρχονται από την Βόρεια Ήπειρο. Τέλη του 1700 κάποιος πρόγονός μου ήρθε στη περιοχή της Κορίνθου και μετά κατηφόρισε και εγκαταστάθηκε  στη  Μεσσηνία.  Ο  πατέρας μου αναφέρει  τις ρίζες μας και σχολιάζει ότι μόνο τα ζώα δεν ξέρουν  για τους προγόνους τους. Είναι φυσιογνωμιστής, παρατηρεί φάτσες και προσπαθεί να βρει σημάδια καταγωγής στο μέτωπο, στα μάτια, στα ζυγωματικά... Για τη ψυχοκόρη μας Κατερίνα  λέει, ότι  έχει γονίδιο κουρσάρου ή στρατιώτη του Ιμπραήμ πασά...  Όταν τελειώνω το Δημοτικό, έχω διαβάσει κάποια  σοβαρά βιβλία του πατέρα, αλλά στο Γυμνάσιο τα παιδιά μου πασάρουν άλλου είδους αναγνώσματα, γαργαλιστικά... Διαβάζω αρκετά χρήσιμα κείμενα, αλλά σπαταλώ καιρό και με ανούσια. Αυτό το βιβλίο με τις πολλές φωτογραφίες, που έχετε μπροστά σας, δεν μπορώ να καταλάβω τι είδους είναι... Πολύ φοβάμαι ότι αν ζούσε ο πατέρας θα αποφαινόταν ότι είναι κατασκεύασμα εγωισμού και υστεροφημίας.  

 Ταξίδεψα, γνώρισα προσωπικότητες, φωτογραφήθηκα με σταρ, με άξιους και ανάξιους, ταλαντούχους και τσαρλατάνους... Μουτζούρωσα χιλιάδες χαρτιά, ωστόσο δεν έκανα τίποτα αντάξιο των προσδοκιών του γονιού μου. Καθώς  κορφολογώ στιγμές από τη ζωή και τη καριέρα μου, πρέπει να ομολογήσω ότι έζησα σε μιά αυταπάτη, νομίζοντας -λόγω δημοσιογραφίας- ότι  είμαι κάποιος... Είμαι ένα υπερφίαλο πλάσμα  -που  ποζάρει και κομπάζει μπροστά στη ψευδαίσθηση της αιωνιότητας του φακού- ένα τίποτα  μπροστά  στους προγόνους μου που άντεξαν 1200 χρόνια σκλαβωμένοι στους Ρωμαίους και στους Τούρκους... Θα μου πείτε κάποιοι ειρωνικά  ότι όλοι από την Εύα και τον Αδάμ προερχόμαστε κι η μοίρα μας είναι η αδελφοκτονία αλά Άβελ και Κάιν... Δεν ξέρω πούθε βαστάμε, από Αβραάμ εγέννησε Ιακώβ ή από τα λεγόμενα του Δαρβίνου, πάντως το dna μας είναι κοινό στο καλό και στο κακό...

Ο πατέρας  γραμματισμένος και με γαλλικά, ξέρει   για κοσμοκράτορες, πολέμαρχους, εξερευνητές,  πειρατές των θαλασσών, γοργόνες και παραμυθάδες και πολύ μικρός πίστευα ότι τους είχε γνωρίσει σε ταξίδια του ως παραγγελιοδόχος... Η μανούλα, της τρίτης δημοτικού,   γνώριζε μόνο τους Αγίους και τις  Αγίες και ποιά μέρα ακριβώς γιορτάζουνε... Εμένα στο κτήμα μας  με κρατάνε  σε λιμνάζοντα  νερά, κι΄ότι ξέρω  για θάλασσες και ωκεανούς, είναι εξ ακοής κι΄αργότερα απο διάβασμα. Πάντως μου κάνει εντύπωση που ο γονιός μου   δεν  ξεμακραίνει από το σπίτι, εξόν κι΄έχει επείγουσα  δουλειά στη πόλη.

Το βράδι ήταν η πνευματική μας ώρα...  Μετά το φαγητό, ενώ η μητέρα διαβάζει την Σύνοψη, φέρνω στο μπαμπά μου  την εφημερίδα στο κρεβάτι, με τη λάμπα πετρελαίου δίπλα,  κι΄ αρχίζω να τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις. Μου διαβάζει ότι συμβαίνει στο κόσμο  και   μου εξηγεί  ότι δεν καταλαβαίνω. Απορώ  γιατί δεν φυλάει τις εφημερίδες όπως τα βιβλία, και μου λέει ότι αυτό το χαρτί είναι εφήμερο και δεν  χρειάζεται μετά την ανάγνωση, παρά μόνο  στο μπακάλη για τύλιγμα… Ο πατέρας δεν τρέφει εκτίμηση στους ρεπόρτερ που ασχολούνται με τη προσωπική ζωή των διασήμων και δυνατών, αλλά και  ανυπεράσπιστων ανθρώπων… Σε ανύποπτο χρόνο μου λέει ότι κάποιους θρασείς ρεπόρτερ πρέπει  να τους κλείσουν  σε  τσουβάλι  με  μιά γάτα! Άρθρα, σχόλια και  επιφυλλίδες τα διαβάζει μόνος του, όταν με έχει πάρει  ο ύπνος.  

Ταξιδεμένος ο πατέρας. Ως και στην Αμερική είχε φτάσει, αλλά ο γιατρός που εξέταζε τους μετανάστες στο Έλις Άιλαντ και μιλούσε γαλλικά, τον έπεισε metanastesνα  γυρίσει με το ίδιο πλοίο. Είσαι ο μόνος -του είπε-   που φοράς κασμίρι, έχεις  χρυσό ρολόι και δαχτυλίδι και τα νύχια σου είναι καθαρά...  Η μητέρα  δεν γνωρίζει ούτε την Αθήνα και τον Πειραιά, εκτός από κάποιες περιοχές που ζουν συγγενείς μας και πηγαίνουμε με το τραμ ή το λεωφορείο. Με βάζει στο παράθυρο όχι μόνο για να χαζεύω, αλλά και για να κάνω το σταυρό μου όταν περνάμε εκκλησία. Tο καλοκαίρι στο χωριό, τα παιδιά με λένε πρωτευουσιάνο, που να ξαίρουν ότι ζω στην  ερημιά.

 Ως το 1940 ο χωματόδρομος περνάει σύριζα με τους ευκάλυπτους στο κτήμα μας και το καλοκαίρι σηκώνει κουρνιαχτό σκόνης, ενώ το χειμώνα  γεμίζει λάσπη. Που να φανεί άνθρωπος στην ερημιά.  Όταν ανεβαίνω  και κάθομαι αμίλητος στο  γέρικο κορμό της χαρουπιάς του γειτονικού χωραφιού, ο πατέρας γνέφει στη Κατερίνα να με πάει μιά βόλτα -όχι μακρυά, και το νου σου στο παιδί- και κατηφορίζουμε με το σκύλο μας ως τον προσφυγομαχαλά  στο Βουρλοπόταμο. Η μητέρα μας έχει δώσει φρούτα και γάλα για μιά γνωστή μας πολυφαμελίτισσα   κι΄ όσο πλησιάζουμε στις  παράγκες  με πιάνει  τρόμος.  Ξέρω ότι εκεί περιφέρεται ένας άντρας σκυφτός με φαγωμένη μύτη, κατεβασμένο κασκέτο ως τα καμμένα αυτιά και με τις χωρίς δάχτυλα παλάμες, χωμένες βαθειά στο παντελόνι... Τό ΄παθε μωρό στη πυρκαγιά της Σμύρνης ο έρημος και θα μείνει μαγκούφης όλη του τη ζωή, μουρμουρίζει η Κατερίνα κι΄εγώ αναρωτιέμαι γιατί δεν τον παντρεύεται... Μιά φορά, προβάλλει ξαφνικά πίσω από μιά παράγκα μπροστά μας, πανικοβαλόμαστε. Αφήνουμε το σακούλι κατά γης κι΄όπου φύγει–φύγει... Ο πατέρας που θυμώνει γιατί δείξαμε φόβο στο δυστυχισμένο πλάσμα, συχνά λέει ότι αυτόν τον πρόσφυγα πρέπει να τον κάνουν άγαλμα όπως τον  Άγνωστο Στρατιώτη.

Κύριε Πέτρο, ποιοί έχουν θέση εις το Πάνθεον των ηρώων; τον ρωτάει μια  Εικοστή πέμπτη Μαρτίου ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Αμφιθέας, καθώς πίνουν στον ίσκιο το ουζάκι τους με τον παπά και τον αγροφύλακα. Αποφαίνεται ότι, διαφορετικούς ήρωες έχουν ο χορτασμένος από τον πεινασμένο, ο γραμματισμένος από τον  αγράμματο, ο προοδευτικός από τον συντηρητικό, ο αφέντης από τον υπηρέτη.  Τέτοιες κουβέντες άκουγα από τη παρέα και τσιτάτα, όπως: Δέντρο χωρίς γερές ρίζες  δεν καρποφορεί και μαραίνεται, έλεγε π παπάς...  Καράβι χωρίς στέρεα ύφαλα βουλιάζει, συμπλήρωνε ο νησιώτης αστυνόμος. Ο δραγάτης έπρεπε να πει κι΄αυτός κάτι και μιλούσε για τον περονόσπορο, αλλά ξαφνικά θυμότανε τον μοναδικό ήρωά του, τον Τζιμ Λόντο και εκλιπαρούσε με τα μάτια τον παπά, που κι΄αυτός ήτανε θαυμαστής του. Εκείνος, πάλι με τα μάτια, έπαιρνε την έγκριση του πατέρα, όρθωνε το ανάστημά του και έκανε το νούμερό του. Μάζευε και δίπλωνε το ράσο στη μέση, εγώ αποτραβιόμουνα  μη μ΄αρπάξει -όπως μιά φορά- και υψώνοντας μιά καρέκλα, την περιέφερε πάνωθεν της κεφαλής του... Μόλις προλάβαινε  ο πατέρας να του την αρπάξει, την τελευταία στιγμή, πριν την συντρίψει ως αντίπαλο  στο χώμα.

image010

 

Το εφέ του Τζιμ Λόντου τον καιρό του μεγάλου  κραχ: Αφήνει τον θηριώδη αντίπαλο να προσπαθεί να τον  «σκίσει» στα δύο,αγκομαχάει  κι΄ όταν τον... κουράζει, τον αρπάζει και τον σκάει με το σπεσιαλιτέ του αεροπλανικό κόλπο σαν καρπούζι στο καναβάτσο... Τα πλήθη αλαλάζουν. Ο θρίαμβος του Δαυίδ επί του Γολιάθ...

  Ξεφυλλίζοντας ο πατέρας το τετράδιό μου, ανακαλύπτει τις απόκρυφες σημειώσεις μου:  "Υπάρχει ένας μοναχικός  πλανήτης με μιά ολομόναχη ήπειρο,  μιά ολομόναχη χώρα,  μιά ολομόναχη πόλη,  μιά ολομόναχη οικογένεια, με ένα ολομόναχο παιδί... Γυναίκα -φωνάζει- ο κανακάρης μας αμπελοφιλοσοφεί, αλλά δεν ξέρει πόση αδικία και τι πόνος υπάρχουν στους ανθρώπους της πόλης που θέλει να γνωρίσει από κοντά."

image012 image014

1: Χρονιάρικο στα πόδια της μαμάς (αριστερά)  με θείες και ξαδελφάκια, κουνιάδες, συννυφάδες ξεμανίκοτες, μια με ομπρελίνο και όλες  με ψηλά τακούνια, ακόμη και στην εξοχή... 2: Γιορτινή ημέρα: Μπόμπιρας, έχω  ρίξει τη σαρδελίτσα του ούζου του  μπαμπά ( με μπορσαλίνο ) στη γατούλα. Η μαμά με γουνάκι αλεπούς με γυάλινα ματάκια, και καπελίνο μπελ  επόκ. Τσίγκινο τρίποδο τραπεζάκι και ξύλινες καρέκλες με ψάθα, ψηλόλαιμα μπουκαλάκια.

image016 image018image020

1. Ζεστό απόγευμα στην Αίγλη του  Ζαππείου. Ο μπαμπάς πάντοτε με    κοστούμι και γραβάτα, το καπέλο στη καρέκλα. Η μαμά με κλαδωτό  κοντομάνικο, μαύρο ψάθινο καπέλο και ασορτί τσαντάκι, άσπρα παπούτσια. Εγώ με το λινό πουκαμισο-παντελονάκι μου. 2. Η κυρά του σπιτιού με κολιέ και δαντέλα - καδένα στη σεζλονγκ. 3. Η  Κατερίνα μας, με ριχτό πιτσιλωτό φουστάνι, μυτερά παπούτσια (μετά 70 χρόνια ξανά στη μόδα)   και   μπερέ να κρύβει το ξυρισμένο κεφάλι της, για δυνάμωμα των μαλλιών. Κι΄ο ξανθομπάμουρας, με καλοκαιρινό κοστουμάκι, ανοιχτό γιακαδάκι, κάλτσες με λάστιχο ως κάτω από το γόνατο και σκαρπινάκια.

image024 image026 

Το 1940 ο Μεταξάς καθιερώνει την "εβδομάδα πρασίνου" και εθελοντές φυτεύουν δέντρα. Πλανόδιος φωτογράφος αποθανατίζει το συνεργείο και μένα, μπροστά στο πατρικό μου σπίτι.

Το 1980 η αντιπαροχή φτάνει ως το σπί τι μας... Ο πατέρας δεν υπάρχει και η μητέρα αναρωτιέται τι θα απογίνουν ο   σκύλος, οι γάτες, η χελώνα, οι κοτούλες και η κατσικούλα της, αν υποκύψουμε. Ο σεισμός του 1981 ( στρέψη στέγης - ακατοίκητο το σπίτι μας, δεξιά ) φέρνει τη μπουλτόζα...  Σ΄αυτό το αγρόκτημα είχε φάει σύκα και σταφύλια, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαίμης, που ρχότανε πεζός από τη κατοικία του στο Έδεμ. Αλλά και ο  Κωνσταντίνος Καραμανλής, που τον έφερνε νύχτα ο Τάκης Λαμπρίας και ο σωφέρ του πέταγε  τους προβολείς στις συκιές, κι΄εγώ, τσιμουδιά στο δωμάτιό μου. Κι΄ο Χριστόδουλος, αρχιμανδρίτης τότε στη Παναγίτσα, είχε δοκιμάσει τα φρούτα μας.    

image028         image030

Ανιχνεύω τον περίγυρο του χώρου που ζω. Περιβόλια και χωράφια.Φωνές ανθρώπων δεν ακούγονται, παρα  μόνο τη  νύχτα γαυγίσματα κι΄απόμακρα κουδούνια προβάτων...  Στο ρέμα της Πικροδάφνης χαμόσπιτα με πλίθρα, στο Φάληρο βίλες... Ο πατέρας λέει ότι κι΄ο πιό φτωχός δικαιούται λίγες  ημέρες  ευτυχίας και ο πιό πλούσιος υποχρεούται σε κάποιες ημέρες δυστυχίας..

                        όλος ο  κόσμος    σε μιά εφημερίδα !

 Στα γεράματα η σάρκα δεν προστάζει (τι υπέροχος εκείνος ο τίτλος προπολεμικής ταινίας : Όταν η σαρξ προστάζει...) και δεν  θυμάσαι γυναίκες και απολαύσεις, αλλά μόνο   τα παιδικά σου χρόνια και το πατρικό σου σπίτι... Όλα έρχονται στο νου, νοσταλγικά ... Οι νύχτες αστροφεγγιάς, χωρίς καυσαέριο, άλλά με  κουνούπια και σκνίπες, εποχή της κουνουπιέρας. Μόλις νυχτώνει,   ο μπόμπιρας  να  εκστασιάζεται στη βεράντα  από  τα μακρινά  φώτα της πόλης που ανάβουν το ένα μετά το άλλο... Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές λες κι΄είναι τώρα: Να απλώνωνω το χεράκι μου και να μετράω τα  φωτάκια-πυγολαμπίδες  στη πόλη, αλλά και  τα αστέρια στον ουρανό: Κι΄άλλο, κι΄άλλο, κι΄άλλο!

Στο φως της λάμπας  μαθαίνω να συλλαβίζω τους τίτλους της εφημερίδας και  τις λεζάντες στις φωτογραφίες: Ο πύργος του  Άιφελ! Ο Λίντμπεργκ! Ο βασιλεύς Γεώργιος αποβιβάζεται εκ του αντιτορπιλικού!  Συνέντευξη εν μέσω ζούγκλας, του κεφαλλονίτη κυνηγού των λιονταριών! Απορώ πως σε  λίγες σελίδες χωράει όλη η ανθρωπότητα! Ο πατέρας μου εξηγεί ότι κάθε εφημερίδα έχει αυτούς που γράφουν κι αυτούς που κατανέμουν την ύλη.  Τροφοδότες ειδήσεων είναι τα μεγάλα διεθνή πρακτορεία και οι ανταποκριτές. 

 Πριν το πόλεμο  ο μπαμπάς ταξιδεύει ως παραγγελιοδόχος της υαλουργείας Αργυροπούλου και τον θαυμάζω γιατί   μαθαίνει από πρώτο χέρι τα νέα  του κόσμου...Κάποιες  φορές μας παίρνει μαζί του σε μεγάλες πόλεις.  Πρωτόγνωρη εμπειρία μου να τρώμε σε εστιατό ριο και  να κοιμόμαστε σε ξενοδοχείο.  Όταν ο μπαμπάς  γίνεται προ σωπάρχης, κλεισμένος σε γραφείο, δεν μου γεμίζει το  μάτι, γιατί χάνει την αίγλη του κοσμογυρισμένου...Στη κατοχή, πάει αποθηκάριος ξυλείας του Ευγενείου Ευγενίδη,  που του χαρίζει  το σπιτάκι από σουηδικό ξύλο και το στήνει στο κάτω μέρος του κτήματος. Εκεί διαβάζω τα απαγορευμένα βιβλία - Μάσκα, Μυστήριο... Τις Κυριακές με  πηγαίνει η μητέρα στη Παναγίτσα - ξύλινη, τότε - και  ανήμερα της γιορτής τους, στην Αγία  Βαρβάρα - μικρούλα κι΄αυτή - και στην ιδιωτική της οικογένειας  Ζολώτα, Αγία Τριάδα. Έρχονται και οι  θείες μου με τα ξαδελφάκια μου  από τον Πειραιά. Η μητέρα  ξέρει όλες τις γιορτές απ΄ έξω κι΄ανακατωτά κι΄όταν πρόκειται να πάμε στην εκκλησία, το βλέπω από το βράδυ, όταν με πλένει πατόκορφα...

 

                                ξεκινάω για Αλεξάνδρεια και φτάνω ...Αίγινα !

 Μιά φορά έρχονται κάποια παιδιά με μιά μπάλα από ραμμένες φέτες βακέτας και  παρακαλούν  τον πατέρα να τους παραχωρήσει το ξύλινο σπιτάκι, να το κάνουν γραφεία της ομάδας τους. Είναι καχεκ  τικά,  πεινασμένα, θαυμάζει  το κουράγιο τους,  τους το δίνει και   με χρήζουν αρχηγό του Αστέρα, όχι  για  τα ποδοσφαιρικά προσόντα μου, αλλά γιατί τους κερνάω σταφύλια και σύκα.

image038Στην οδό Νηρηίδων  υπάρχει image036η μάντρα των Λεκατσάδων, με φιλέ για βόλει, σκάμμα και βαλβίδα, που έβγαλε βαλκανιονίκες, όπως τον Νίκο Λεκατσά και τον Κώστα Τραυλό, που του φτιάχνω το σκίτσο. Το κρεμάω στα γραφείo της ομαδούλας μας, μαζί με καρικατούρες  ποδοσφαιριστών, που φορούν επιγονατίδες και επιαγκωνίδες…

Τα χέρια μου δεν "πιάνουν" για μαστορέματα, αλλα μιά μέρα καταφέρνω και φτιάχνω ραδιοφωνάκι με    πηνίο, γαληνίτη και  ακουστικά! Το ίδιο βράδυ ακούω Μέση Ανατολή! Κάθε  νύχτα ταξιδεύω νοερά, μέσω μουσι κής και τραγουδιών, στην απέναντι ακτή της Μεσογείου, όπου τα   συμμαχικά στρατεύματα πολεμούν τον Ρόμελ. Με το γιό του μαραγ κού σκαρώνουμε μια βαρκούλα με δυο κουπιά κι΄ένα σεντόνι για πανί. Ένα βράδυ ξανοιγόμαστε στη θάλασσα με την ελπίδα ότι από νησί σε νησί, θα φτάσουμε στην Αλεξάνδρεια! Τη λαχταράμε τόσο,  που το ξημέρωμα  νομίζουμε ότι τη βλέπουμε  να αχνοδιαγράφεται μπροστά μας...Είναι η Αίγινα! Πιάνει φουσκοθαλασσιά  και  μας σώ ζει ένα  ψαράδικο.

 στο σκασιαρχείο συναντάω τους ήρωές μου

 

image044Καρικατούρες από τους κινηματογράφους της Ομονοίας, Ροζικλαίρ, Ελλάς, Αθηναικό. 

Γαβριάς:  Μπάρμπα  βάλεμε μέσα.

Στο  Αθηναικό υπήρχε  ταμπέλα, «οι  κύριοι  λούστροι  ν΄ αφήνουν τα image040κασελάκια τους έξω...» Ταινίες που εξάπτουν τη φαντασία εμένα και των συμμαθητών μου: Γκάγκα Ντιν, Πεθαίνω κάθε αυγή, Είμαι  ένας δραπέτης, Επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας, Το σιδηρούν προσωπείον, Σκαπανείς της Δύσεως και φυσικά καουμπόικες και γκαγκστερικές ταινίες, αλλά και ο Ταρζάν. Ο πατέρας, μας πηγαίνει με τη μαμά στους καλοκαιρινούς για  έργα διδακτικά:    Κατηγορώ του Ζολά,  Χουαρέζ, οι άθλιοι του Ουγγό, Κόμης Μοντεκρίστο, αλλά και ο Τάρας Μπούλμπα, με τη λατρεία του  μπαμπά Γάλλο ηθοποιό Χάρι Μπορ.

 Και μιά που μιλάω για κινηματογράφο, να αναφερθώ στους ηθοποιούς που θαύμαζα περισσότερο, την εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και το σινεμά ήταν καταφυγή ψυχαγωγίας.  

    μικρόσωμοι γίγαντες της οθόνης

 Ο καλλιτέχνης που θαυμάζω περισσότερο,  είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν, κυρίως για την μεγαλοφυή δημιουργία του Σαρλό. Ο ηθοποιός  που με εκπλήσσει για το δυναμισμό του, είναι ο μικρόσωμος  Τζέημς Κάγκνευ, που με το εκρηκτικό ταλέντο του    πείθει ότι είναι γίγας!   Και λέω πείθει, γιατί οι ηθοποιοί εξακολουθούν να εμφανίζονται  στην οθόνη και μετά το θάνατό τους... Άλλος αξιοθαύμαστος κοντός  είναι ο χαλκέντερος  Μίκυ Ρούνευ, πολαυστικός στα νιάτα του και συγκλονιστικός στα γεράματά του. Στις παιδικές μου συμπάθειες βάζω και το χαμίνι Τζάκι Κούγκαν, που όταν το συναντώ στο Χόλιγουντ - παχύσαρκο μεσήλικα - παθαίνω σοκ...

image106 image104image102image100 

[selida]

 image034

Αυτή η φωτογραφία των Ηνωμένων Φωτορεπόρτερς, μου θυμίζει ότι  ήμουνα κι΄ εγώ εκεί με συμμαθητές μου, που αντί να χωθούμε στο σινεμά, ενσωματωνόμαστε με ενθουσιασμό σε κατοχική διαδήλωση. Όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που κάποιος άρχισε να φωνάζει "αέρα-αέρα" σε διερχόμενο Ιταλό ναύτη, που πανικοβλήθηκε και το΄ βαλε στα πόδια.  Τον κυνήγησαν πέντε-δέκα, που συνέχισαν να τον αποδοκιμάζουν και σε λίγο έγιναν πενήντα, εκατό, διακόσοι...  Στη πλατεία Συντάγματος μας διαλύουν έφιπποι καραμπινιέροι. Η πλάκα είναι ότι γιουχάραμε τον Ιταλό ναύτη, αλλά στο σινεμά λατρεύαμε δυό συμπατριώτες του, τον κωμικό Αλμπέρτο Σόρντι και τον "γόη" της εποχής Αμεντέο Νατσάρι, που μας θύμιζε τον Έρολ Φλιν... Ήμαρτον, μόνο μιά μελανιά από υποκόπανο πρόσφερα στη πατρίδα μου... 

 

image032Στη Κατοχή  ιχνογραφώ, ζωγραφίζω υπαρκτά πρόσωπα ή φανταστικά. Γράφω τις σκέψεις  μου σε τετράδια. Διαβάζω ότι βρω, αλλά ποτέ δεν μπορώ να αποστηθίσω αποσπάσματα και τσιτάτα, σαν τον πατέρα που έχει φοβερή μνήμη.  Μοιάζω της μητέρας μου,  που δεν θυμάται τίποτα άλλο εκτός από  το εορτολόγιο και τα τροπάρια... Εκείνη την περίοδο με ιχνογραφεί σκεπτικό και ονειροπόλο ο ζωγράφος Κώστας Αργυρίου, που όπως και ο θαλασσογράφος Κώστας Ρωμανίδης, με παρακινούν  να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών.

προστέθηκε στις: Σάββατο 28.04.2007

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster