.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



<< Πεθαίνουν και οι αθάνατοι >> 1







  ηλεκτρονική  ανάρτηση  με  φωτογραφίες  και  εικονογράφηση  που  δεν  υπάρχουν στο  βιβλίο 

πεθαίνουν και οι αθάνατοι

Δεν χρειαζόντουσαν πιά εξεγερμένοι να στήσουν καρμανιόλες, κολασμένοι της Γης να επαναστατήσουν, αναρχικοί και τρομοκράτες να χτυπήσουν την αδικία... Η ίδια η  φύση που είχε γεννήσει  το τελειότερο και πιό άπληστο δημιούργημά  της -  τον άνθρωπο -  αγανακτισμένη, το εξολόθρευσε ... 

 

athanata700

 υπάρχει ένα φυτό, το Αθάνατο, που διαιωνίζεται από καταβολής Γης, ακόμη και χωρίς στάλα βροχής, όπως  η αθάνατη μετενσαρκούμενη  ψυχή αυτού του οδοιπορικού-παζλ της  που έξιστορώ...

κεφάλαια

 

1. από το λυκαυγές στο λυκόφως (πρόλογος)   

2. πώς ν' ακούσουν τα μερμήγκια το βρυχηθμό του λιονταριού;    

 3. το μοναχοπαίδι ζωγράφιζε το φίδι-γούρι του σπιτιού   

4. ο γονιός έφυγε και άφησε μεγάλο βάρος κληρονομιάς   

5. ένας πρωτόγονος καλλιτέχνης με τα αγρίμια των σπηλαίων   

6. στα νερά του Νείλου είδα ένα άλλο πρόσωπο μου

7.  η ίδια σατανική γυναίκα μετενσαρκωνόταν αιώνια

8. κι αναπάντεχα συντελείται η συγκλονιστική ανατροπή   

9 αν επέμενα ότι είμαι άλλος, θα μ' έκλειναν στο τρελάδικο       

10. από τον παράδεισο της φύσης στην κόλαση του 2030 μ.Χ

11. εφτά κλωνοποιημένοι σαμουράι σώζουν την τιμή της Ιαπωνίας

12. ξημέρωμα, 4.57 ώρα Νορβηγίας, αρχίζει η συντέλεια του κόσμου

13. ένας ηλίθιος καραβανάς παίρνει πρωτοβουλίες

14. ώρα που βρήκε η Λαπωνέζα για τα γεννητούρια της

15.  τα θαλασσοπούλια φεύγουν αφήνοντας μόνο το Βίκιγκ  

16. ανυποψίαστοι οι Αμερικανοί για το κακό που θα τους βρει   

17. εδώ σώθηκε ο Νώε προ Χριστού και θα πνιγούμε εμείς το 2030

18. πριν αφανιστεί ο άνθρωπος, να διασώσουμε την ιστορία

19. ο Κροίσος και ο αρχινονός θα πνιγούν σαν μερμήγκια

20. κωνοφόρο ηλικίας 4.600 χρόνων χλευάζει τους αδαείς ανθρώπους   

21. οι φώκιες δε θα αφανιστούν, μόνο οι φονιάδες με τα ρόπαλα   

22. ο ωκεανός ορμάει πρώτα στις ήρεμες ακρογιαλιές

23.  γιατί ο μοναχικός αστροναύτης άκουγε άριες της Μαρίας Κάλλας

24. φτάνει στην Κόκκινη Πλατεία και η επανάσταση της φύσης 

25. καμιόνια με σφαχτάρια για τους ετοιμοθάνατους  

26.  θερμοκήπιο ανθρώπων θα ζεστάνει την ελπίδα 

27.όταν η μοίρα προστάζει, μόνο αυτή σε καθοδηγεί

28. άχρηστα τα περιττώματα για λίπανση στο φεγγάρι 

29. η μέθοδος Στανισλάφσκι χρησιμεύει και στη ζωή

30.  πουλιά κι αγρίμια ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο

31. Αμερικανοί και Ρώσοι καταργούν τις σημαίες

32. γιατί και πώς γράφτηκε το βιβλίο που διαβάσατε  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 απο το λυκαυγές στο λυκόφως

sympan

Ζούμε πάνω σε μια κουκκίδα, στο άπειρο του αστρικού χώρου, που εναρμονίζεται στο Σύμπαν από το υπερφυσικό άγνωστο κομπιούτερ που ρυθμίζει τα πάντα. Αυτή η κουκκίδα είναι το γαλαζοπράσινο σβολαράκι μας, η Γη, που την περιβάλλει ζωογόνος ατμόσφαιρα, και το νερό με το χώμα της δημιούργησαν εκατομμύρια είδη ζωής, με αφέντη τον άνθρωπο. Αυτό το νοήμον ον έκτισε το οικοδόμημα της ιστορίας του, που είναι λαμπρό αλλά και μακάβριο...Το μυαλό του υπήρξε φορέας ιδεών, αλλά και απληστίας, ιδιοκτησίας γης και αγαθών, απόλαυσης και πλούτου. Το ανθρώπινο γένος ανέδειξε σοφούς, διάνοιες, ιδεολόγους, ειρηνοποιούς ηγέτες αλλά και πολεμοχαρείς δυνάστες, που έπνιξαν τη γη στο αίμα και ξεκλήρισαν λαούς, έκαναν γενοκτονίες και ολοκαυτώματα.

 001 osiris 003 totem

Ο πρωτόγονος φοβισμένος άνθρωπος δημιούργησε θεότητες, δαιμόνια, μάγους, θυσίαζε ζώα αλλά και συνανθρώπους του... Ο εξελισσόμενος απόγονός του ανέδειξε προφήτες, στέριωσε θρησκείες και ιδεολογίες με πιστούς που βασανίστηκαν, θανατώθηκαν, άγιασαν... Ο άνθρωπος -το μεγαλοφυές ον του πλανήτη μας- επωφελήθηκε και έγινε ισόθεος, προσκυνήθηκε, λατρεύτηκε αλλά και μισήθηκε. Το πνεύμα του έμεινε αθάνατο σε κείμενα, εικόνες, αγάλματα και μνημεία, που κάποια μνημονεύουν όχι μόνο τα έργα του αλλά και τα εγκλήματα και τις θηριωδίες του. Και τι ειρωνεία... Το σώμα του -βασιλιά ή σκλάβου, σοφού ή ηλίθιου-  γίνεται βορά των σκουληκιών. Κι αργότερο, όσο προχωράει ο εικοστός πρώτος αιώνας, γίνεται στάχτη στους ανθρωποκαυστήρες... Αυτό το τίποτα μπροστά στο θάνατο, εν ζωή δημιουργεί, υποτάσσει αλλά και γκρεμίζει βασίλεια, αυτοκρατορίες, ιδεολογίες, πολιτικοκοινωνικά συστήματα... Ο άνθρωπος είναι δημιουργός  κτίστης αλλά και καταστροφέας  γκρεμιστής. Κι΄όμως, αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα,   αναρριχήθηκε σε απρόσιτες βουνοκορφές, καταδύθηκε σε αβυσσαλέα βάθη ωκεανών, πέταξε στο διάστημα, πάτησε στο φεγγάρι, δάνεισε και αυτοματοποίησε τον εγκέφαλό του στους υπολογιστές. Τα έργα του υπήρξαν  δυσανάλογα με το μπόι του.

Από το λυκαυγές του ο άνθρωπος -για να επιζήσει- ήταν πανούργος, μόλις απόκτησε ισχύ έγινε εγωιστής και άπληστος και έφτασε στο σημείο να θεοποιήσει τον εαυτό του, να καταστρέψει τη φύση, περιφρονώντας τη σοφή ισορροπία της πλάσης. Ποτέ δεν σκέφτηκε πόσο ασήμαντος είναι. Κι΄όμως, προχωρώντας στο λυκόφως του, βλέπει ακόμη άστρα να λαμπυρίζουν, ενώ έχουν σβύσει πριν δισεκατομμύρια χρόνια...

1. πώς ν' ακούσουν τα μερμήγκια το βρυχηθμό του λιονταριού;

kategida

ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΕΒΛΕΠΑ τη φράση που είχε κορνιζάρει ο πατέρας  "συλλογίστηκα το παρελθόν και μου έμεινε η αίσθηση του αιώνιου"... Αυτά τα λόγια διαμόρφωσαν τη σκέψη και τη ζωή μου. Τα σκεφτόμουν τώρα, που ο ουρανός έκλαιγε με βροντερά αναφιλητά και τα δάκρυα του ράντιζαν την εύφορη γη. Το υπερφυσικό πλανιόταν σαν αόρατος γίγαντας που φανέρωνε μόνο τις πράξεις του. Ανατάραζε τα νερά, τα ρουφούσε ψηλά, όχι για να εξατμιστούν και να πεθάνουν, αλλά για να ενεργοποιηθούν στο εργαστήρι του και να δώσουν ζωή, δροσερά κι ανάλαφρα, στο διψασμένο χώμα. Στα μικράτα μου, ο πατέρας έλεγε να χαίρομαι που μπορώ να βλέπω και να εκστασιάζομαι από το ουράνιο τόξο, το ηλιοβασίλεμα και τ' αστέρια... Να ακούω την αηδονολαλιά και ν' αφουγκράζομαι το απόμακρο βουητό της θάλασσας... Να οσμίζομαι το νοτισμένο χώμα του απόβροχου... Να μυρίζω την ευωδιά της αγριοβιολέτας και του νυχτολούλουδου... Να ξεδιψάω και να δροσίζομαι με το νερό της πηγής, ν' απολαμβάνω τη φρεσκάδα των φρούτων και τη νοστιμιά των φαγητών της μητέρας... Με φχαριστούσαν κι άλλα... Να γουργουρίζει η γάτα κουλουριασμένη στα πόδια μου, να τρεχαλάω με το σκύλο μου, που κουνούσε την ουρά του. Να ξαγρυπνάω στα γεννητούρια της αγελάδας μας και το πρωί να χαϊδεύω τη βελούδινη ράχη του μοσχαριού της, που βύζαινε. Πολύ αργότερα, οσφραινόμουν και ερεθιζόμουν από το άρωμα της γυναίκας. Η μητέρα με καμάρωνε, λιβάνιζε τα εικονίσματα, έκανε το σταυρό της και ψιθύριζε με κατάνυξη: «Υγεία να έχουμε με την ευλογία του Κυρίου...».

 Όσο μεγάλωνα, καταλάβαινα ότι ο άνθρωπος είναι το Μέγα Θαύμα του Δημιουργού, έλεγε ο λαός, της Μεγάλης Έκρηξης, κατά τους επιστήμονες...  Γιατί, εκτός από αισθήσεις, διαθέτει αντίληψη, κρίση, επίγνωση, καλαισθησία, και αντιδρά σε εξωτερικούς και εσωτερικούς ερεθισμούς, που τον οδηγούν σε διαρκή καλυτέρευση της ζωής του. Μεγάλες σκέψεις για μικρό παιδί, καθώς, ανάμεσα στη λατρεία των γονιών μου και στη μοναξιά, ανακάλυπτα γύρω μου τη σοφή παροχή της φύσης. Τον φυτικό και ζωικό κόσμο, τη θάλασσα, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ' αστέρια... Θα περνούσαν πολλά χρόνια για να καταλάβω τη μιζέρια που έκρυβαν κάποια ανήλιαγα μυαλά ανθρώπων σε παγερά πολυτελή μέγαρα... Όσο μεγαλώνεις —έλεγε ο πατέρας— θα γίνεσαι φτωχότερος, γιατί θα αφήνεις πίσω σου το πλούτο των παιδικών σου χρόνων αλλά πλουσιότερος σε αμαρτίες, πρόσθετε η μητέρα... Από τα μικράτα μου συσσώρευα εντυπώσεις, αποκτούσα γνώσεις, κι ενώ τα άλλα παιδιά έπαιζαν, εγώ συλλογιζόμουν. Και απορούσα, όχι μόνο με τα θαυμαστά πράγματα γύρω μου, αλλά και με την ύπαρξη του ίδιου μου του εαυτού... Από πού ερχόταν, πού πήγαινε... Δε θα το μάθεις ποτέ, έλεγε ο πατέρας, έστω κι αν σπουδάσεις θεολογία, φιλοσοφία ή πάρεις Νόμπελ γενετικής ή βιολογίας. Όσο μεγάλωνα, θαμπωνόμουν από την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Διέθετα και τις δικές μου γνώσεις και τη δική μου αυτόνομη κρίση... Ώσπου ένιωσα να κατρακυλάω περιδινούμενος στο χάος, μην μπορώντας να αντιληφθώ την ανακύκλωση μου. Ένας σοφός έλεγε: Δεν καταλαβαίνουμε ό,τι δεν μπορούμε να δούμε και να πούμε.

Πραγματικά είχα γεννηθεί μεσα στον πλούτο της φύσης, αλλά ταπεινός κι απονήρευτος, κουταβάκι με κλειστά μάτια. Σύντομα όμως τα άνοιξα, όχι μόνο για να δω το θαυμαστό κόσμο γύρω μου, αλλά για να ακούσω, να μάθω, να προβληματιστώ. Δεν είχα φίλους να παίξω και η σοφή κατήχηση του πατέρα, και η ακόμη σοφότερη σιωπή της μητέρας, με έκαναν σκεπτόμενο ον από τα γεννοφάσκια μου. Τι να πρωτοθυμηθώ από τα νάματα του πατέρα... Όλα τα όντα της φύσης μεταλλάχτηκαν και εξελίχτηκαν στα εκατομμύρια χρόνια της ύπαρξης τους, αλλά παρέμειναν απονήρευτα και ποτέ δε θα νιώσουν το συναίσθημα της ντροπής, ώστε να βάλουν φύλλο συκής. Ο άνθρωπος είναι το μόνο θηλαστικό που ντύνεται και επιλέγει το σύντροφο του από την εμφάνιση του προσώπου.

xlorida

Πιτσιρίκος, φυλλομετρούσα ένα μεγάλο βιβλίο με γυαλιστερές σελίδες και έγχρωμες φωτογραφίες της χλωρίδας και της πανίδας. Με εντυπωσίαζαν α βουνά,τα δάση, οι λίμνες, οι θάλασσες, αλλά περισσότερο τα μικροσκοπικά όντα, αυτά με τις εκπληκτικές λεπτομέρειες της σωματικής διάπλασης τους και τους εξαίσιους χρωματισμούς. Απορούσα με τους συνδυασμούς χρωμάτων, σε αντίθεση με τη μονοχρωμία των μεγάλων πλασμάτων. Για να ζηλεύει ο όγκος και η δύναμη την ασημαντότητα και την αδυναμία, γελούσε ο κτηνίατρος, που μου είχε χαρίσει το βιβλίο. Μπουσουλώντας ανάμεσα στη μοναξιά, ζώντας κοντά στη φύση, ακούγοντας διαλογισμούς του πατέρα και διαβάζοντας βιβλία, απόκτησα γνώσεις αλλά και απορίες. Τη γη την αγαπούσα, αλλά ο ουρανός με τρόμαζε. Πριν ακόμη ξεσπάσει η καταιγίδα, τα σπουργίτια λούφαζαν στα κεραμίδια. Κι ο σκύλος τρύπωνε, ζητώντας προστασία, κάτω από το κρεβάτι. 0 πατέρας έλεγε ότι τα ζώα φοβούνται τον κεραυνό γιατί είναι προμήνυμα θανάτου. Η λιγομίλητη μητέρα με καθησύχαζε ότι η αστραπή φέρνει τη βροχή στη δίψασμένη γη. Με έπαιρνε στην αγκαλιά της και με νανούριζε. Μη φοβάσαι, αύριο πάλι θ' ακούσεις το θρόισμα στις φυλλωσιές των δέντρων. Ο αυταρχικός πατέρας —για χάρη μου— επέτρεπε στη χωριάτισσα μανούλα να θεωρεί τη βροντή χάδι κι ανανέωση ζωής, αλλά ήξερα ότι, γι' αυτόν, το αστραπόβροντο έμοιαζε γροθιά  θανατου.

Φωτογραφία του Dimitris Liberopoulos.

Στο κτήμα μας απολάμβανα όλες τις χαρές με τις αισθήσεις μου, αλλά πού να δώσω τότε σημασία, γιατί ζήλευα εκείνους που είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, και πήγαιναν στον κινηματογράφο, στο γήπεδο, ακόμη και στα μπιλιάρδα.Κι΄όμως το κτητικό "μας" και "μου", ήταν ριζωμένο βαθειά μέσα μου, γιατί αφορούσε εμένα κι΄ότι μου ανήκε...Από μικρός το άκουγα: οι γονείς μου, το σπίτι μου, η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, το ποδήλατό μου, τα λεφτά μου, η περιουσία μου,αλλά και η ερωμένη μου κι΄ας ήταν γυναίκα άλλου...   Ζούσαμε στην εξοχή, χωρίς τις ανέσεις και τις ευκολίες της πόλης. 0 πατέρας διάβαζε στο φως της λάμπας, η μητέρα μαγείρευε στα ξύλα ή στην γκαζιέρα, τραβούσαμε νερό από το πηγάδι. Πολυτέλεια μας -αργότερα- η υδραντλία και το φως της ασετιλίνης στη μεγάλη βεράντα, κι αυτό όταν ερχόταν μουσαφίρης. Είχαμε όμως τζάκι, που οι φλόγες του ήταν ευλογία της μοναξιάς, αλλά η νουνά μου σχολίαζε ότι ζούμε στην εξορία του Αδάμ, Στον κήπο της Εδέμ. τη διόρθωνε ο πατέρας και, πίνοντας το ουζάκι του, άρχιζε να διηγείται. Του άρεσε η παρεούλα και το ακροατήριο, να κρέμονται από τα χείλη του, ιδιαίτερα οι άντρες, γιατί μιλούσε για τα εφτά χρόνια που ήτανε στρατιώτης. Είχε δει να πέφτει το Μπιζάνι, να μπαίνει έφιππος ο βασιλιάς στη Θεσσαλονίκη, είχε ζήσει την τραγωδία της Σμύρνης, που καιγόταν, να πηδούν τα γυναικόπαιδα στη θάλασσα να σωθούν από τους Τούρκους. Μιλούσε και για μετέπειτα γεγονότα, τα στούκας που βομβάρδιζαν το λιμάνι, την Κατοχή και την πείνα, τα ιπτάμενα φρούρια, που άφηναν τις μπόμπες από ψηλά κι όποιον πάρει ο χάρος. Και αργότερα, τον Εμφύλιο, που είχε συσσωρεύσει εκατόμβες θυμάτων. Πάντα κατέληγε ο αφηγητής στην απορία πού θα βρουν τόσες ψυχές που χάθηκαν σώματα να φωλιάσουν. 0 παπάς έκανε πως δεν άκουγε. Όσο για την απλοϊκή μητέρα, είχε ρωτήσει κάποτε γιατί οι κομουνιστές δεν είχαν διαλέξει το σταυρό αντί το σφυροδρέπανο. Η παρεμβολή της μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί συνήθως αμπελοφιλοσοφούσαν μόνο οι άντρες. Οι γυναίκες έκαναν τη δι¬κή τους παρέα: η μητέρα με τις κουνιάδες, τις συννυφάδες, τη νουνά μου, τα ξαδελφάκια μου. στις λιγοστές συγκεντρώσεις τους, κυρίως το καλοκαίρι. Μιλούσαν για τα παλιά, για συνταγές φαγητών και γλυκών, κεντήματα, φορέματα και καπέλα. Κι εμείς, τα πιτσιρίκια, τρεχαλούσαμε, παίζαμε. Θείο δώρο για μένα η άφιξη τους στην ερημιά. 0 πατέρας χάιδευε τα ιδρωμένα κεφάλια μας και ψιθύριζε: «Αχ, ψυχούλες, που δεν ξέρετε την προέλευση και τον προορισμό σας...». Οι θείοι μου κουνούσαν το κεφάλι, σαν να 'λεγαν «πάλι τα ίδια...». Με τον καιρό αραίωναν τις οικογενειακές επισκέψεις τους, για να μην ακούνε τα παιδιά τις «διαβολικές» θεωρίες του περί ψυχής. Η μητέρα είχε συνηθίσει. Τις άκουγε αμίλητη, προσηλωμένη στο μαντάρισμα, στο σιδέρωμα. Τις Κυριακές και τις γιορτές, που μας πήγαινε στα μουσεία, ήταν υποχρεωμένη να τον προσέχει και να αναρωτιέται κι εκείνη αν η ψυχή του Ερμή του Πραξιτέλη, ή κάποιου άλλου καλλίγραμμου αγάλματος, βρισκόταν μέσα στο κακοφτιαγμένο σώμα του ζητιάνου που άπλωνε το χέρι... Συχνά τις Κυριακές ανεβαίναμε στην Ακρόπολη, με τη μάνα υπάκουη, αλλά αμίλητη γιατί προτιμούσε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια...  Ο πατέρας μού έδινε το μονοκιάλι να βρω το κτήμα μας, πέρα από την πόλη, στα χωράφια και στα αμπέλια. Χαιρόμουνα όταν το εντόπιζα και ο πατέρας μου έλεγε: «Αγόρι μου, αυτό είναι το τωρινό αποκούμπι, ο παράδεισος της αιώνιας ψυχούλας σου...». Όλα, στην αρχή, ήταν ανάκατα και συγκεχυμένα μέσα μου και τώρα που το σκέφτομαι, κι΄επειδή δεν είχα παιδιά να παίξω διάβαζα βιβλία και μουτζούρωνα χαρτιά...

Ο δρόμος μπροστά στο σπίτι μας δεν είχε άσφαλτο και σηκωνόταν κουρνιαχτος σκόνης το καλοκαίρι, όταν περνούσε αυτοκίνητο. Το χειμώνα μάζευε λάσπη, που έμπαινε στα παπούτσια μου στη διαδρομή για το σχολείο. Γι' αυτό, τα έβγαζα και τα κρεμούσα από τα κορδόνια στο λαιμό μου. Καθώς πλατσούριζα με τη σάκα στην πλάτη, χάζευα τους γλάρους, που μάντευαν την καταιγίδα και γυρόφερναν αλαφιασμένοι. Όπως τώρα, που είχα σταθεί να πάρω μια ανάσα κάτω από τον ευκάλυπτο. Ακουμπούσα την πλάτη μου στον ξεφλουδισμένο κορμό του, που ο πατέρας είχε σώσει από το ξερίζωμα όταν χάραζαν το πεζοδρόμιο της νέας, ασφαλτοστρωμένης λεωφόρου. Χαρά μεγάλη, η πρόοδος θα έφτανε μπροστά στο σπίτι μας. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε... Τώρα οι σόλες μου απειλούσαν κάποια μερμηγκάκια που επίμονα κουβαλούσαν σπόρους πριν τη νεροποντή. Μερμήγκι ένιωθα κι εγώ, αδύναμο και ταλαιπωρημένο, εντελώς άχρηστο, που είχα επιζήσει από κατακλυσμούς και θεομηνίες αλλά είχα απομείνει χωρίς φωλιά. Η καταιγίδα είχε κοπάσει. Τα σωθικά μου έκαιγαν και διψούσα. Λαχταρούσα μια χούφτα κρούσταλλο νερό, όπως τότε, σε μια προηγούμενη ζωή μου, ολόγυμνος κάτω από έναν καταρράκτη, που το ρουφούσα από τις παλάμες μου. Σε επόμενη ζωή, ξεδιψούσα μέσα από πλατύφυλλο ή κοχύλι. Αργότερα, αποθήκευα νερό σε λαγήνι, και στην τωρινή μου ζωή, μπορεί και μολυσμένο, στο ψυγείο. Μη σας φοβίζω, δεν πρόκειται να διαβάσετε το ημερολόγιο ενός τρελού, αλλά ενός ταλαιπωρημένου, που έζησε πολλές ζωές... Γύρισα στην πραγματικότητα από τις φωνές κάποιων σχολιαρόπαιδων που τρεχαλούσαν χαχανίζοντας. Πού να 'ξεραν τα ξεπεταρούδια ποια ήταν η αρχή τους, ποιο

το τέλος τους... Γέννηση, μητρικό χάδι, πατρική στοργή, τροφή, παιχνίδι, φιλία, μάθηση, χαρά, έρωτας, ηδονή, απόλαυση, άγχος, πόνος, θάνατος, και άγνοια από πού ερχόμαστε και που πάμε... Τα σπουργίτια φτερούγιζαν από τις φυλλωσιές ως τα ξεθωριασμένα κεραμίδια του απέναντι σπιτιού, του πατρικού μου, στις φωλιές τους. Στη φωλιά μου ήθελα να καταφύγω κι εγώ, σ' αυτή που με παράστεκαν και με προστάτευαν μικρό οι γονείς μου. Να ξαποστάσω, και την άλλη μέρα να σκαρφαλώσω, όπως παλιά, στην ξεχαρβαλωμένη σιδεριά του αερόμυλου. Κι από κει να βάλω τις παλάμες γύρω από το στόμα και να βροντοφοονήσω το μεγάλο μυστικό μου. Να τεντώσω το σώμα και να βρυχηθώ σαν λιοντάρι, αλλά πώς ν' ακούσουν τα μερμήγκια το ουρλιαχτό-μοιρολόγι του βασιλιά της ζούγκλας... Η μέρα έφευγε, ερχόταν η νύχτα, το σταχτί αποχρωμάτιζε τα πάντα, τα θόλωνε, σε λίγο θα κυριαρχούσε το σκοτάδι, που πάντα με τρόμαζε. Στα κύτταρα του ο άνθρωπος -εγώ περισσότερο από τον καθένα— καταχωνιάζει τον αρχέγονο φόβο, από τότε που άστραφταν οι κεραυνοί και κατέφευγε στις σπηλιές. Όλα θα τα εξιστορήσω όπως τα έζησα, από την εποχή που πηδούσα ελεύθερος από δέντρο σε δέντρο ως τα τώρα, που αιχμαλωτίστηκα στον υπολογιστή μου, τον πολυδαίδαλο... Και να σκεφτείς ότι τότε θεωρούσα τον αργαλειό  θαύμα τεχνολογίας! Στο βάθος του υπόγειου με το φεγγίτη, δούλευε η μάνα  μου   τη σαΐτα με το υφάδι, πάνω στο στημόνι, πατούσε το πεντάλι κι έβγαινε το κουκουλάρικο... 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


προστέθηκε στις: Πέμπτη 02.04.2015

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster