.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 11



11. Τα ουρί και τα Λίμπερτι

melpokap  Melpo1007

    Ο  Άμπης Κάπαρης και η αδελφή  του  Μέλπω, μεσήλικες,  θυμούνται πόσο κοντά έζησαν στο στόλαρχο, αλλά και πόσο μακρυά του.
Η Μέλπω λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Νιάρχου, λίγους μήνες πριν και το δικό της θάνατο...  (αρχείο Δημ.Λιμπερόπουλου)

 << Η ζωή αρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα >>... Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αυτά τα λόγια, που είχε σε βινίλιο η Μέλπω, τα τραγουδούσε, στη λήξη του πολέμου, η Κάκια Μένδρη ή η Σοφία Βέμπο... Πάντως, η γυναίκα του είχε σπάσει το δίσκο από τα νεύρα της, γιατί ο άντρας της ήθελε διαζύγιο...

Μένανε στο αριστοκρατικό Λονγκ Νεκ, σε βίλα, και ο Σταύρος είχε αρχίσει να παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα του μεγαλοεφοπλιστή...Της είχε μαγείρισσα και κηπουρό, αλλά όταν ένα Σαββατοκύριακο τους προσκάλεσε στο αρχοντικό του, στο Σέντερ Άιλαντ, ο Νοτιοαμερικάνος κροίσος Αλμπέρτο Ντονέρο, τότε ο Νιάρχος κατάλαβε πόσο απείχε από τους μεγιστάνες του πλούτου... Ευρύχωρο καθιστικό για την υποδοχή, μετά δυο σαλόνια απέραντα και προσωπικό μια ντουζίνα άτομα... Και ευρύχωρες βεράντες, πισίνα, γκαζόν, τένις, παρτέρια, πανύψηλα δέντρα... Και στους μέσα χώρους, πολυέλαιοι κρυστάλλινοι, πανάκριβες αντίκες, πίνακες διάσημων ζωγράφων, έπιπλα φερμένα από την Ευρώπη. Κι όταν καθίσανε για το δείπνο, οι άντρες βρήκανε στο τραπέζι από μια χρυσή ταμπακιέρα κι οι γυναίκες, πλατινένιες αρωματοθήκες...

Ο νεόκοπος εφοπλιστής έπαθε σοκ, με τον πλούτο και τη χλιδή και η Μέλπω έμεινε έκθαμβη από το φόρεμα της κυρίας Ντονέρο - πρώην στάρλετ του Χόλιγουντ - που σίγουρα κόστιζε όσο ολόκληρη η δική της γκαρνταρόμπα... Ήταν καλεσμένος και ο Ωνάσης, αυτός ο κοντός γεροδεμένος μόρτης με τη μοτοσικλέτα και τα γκολφ παντελόνια, όπως τον θυυόταν προπολεμικά από το Νέο Φάληρο... Σαρανταπεντάρης τώρα, με χωρίστρα στα κολλητά μαλλιά, σταυρωτό κοστούμι, αλλά χωρίς γυαλιά σκούρα, που αργότερα τον καθιέρωσαν ως σήμα κατατεθέν. Ο Σπύρος Σκούρας, πρόεδρος της FΟΧ, τον πείραζε ότι θα έκανε για ρόλο μαφιόζου σε γκαγκστερική ταινία, αλλά εκείνος χασκογέλαγε ότι προτιμούσε να τον προσλάβει για εκπαιδευτή σε σταρ και στάρλετ που θα είχαν ερωτικές σκηνές... Ο γεροδεμένος Σμυρνιός γλιστρούσε σαν χέλι από σαλόνι σε σαλόνι, ώστε να βρει καλεσμένους που τον ενδιέφεραν, όπως αξιωματούχους σε ανώτατα κυβερνητικά πόστα, αλλά και ωραίες γυναίκες... Περιζήτητος για τα τολμηρά ανέκδοτα του, μάγεψε και τη Μέλπω, που τη συνόδευε από παρέα σε παρέα και τη σύστηνε σε αξιωματούχους, τραπεζίτες, χρηματιστές και καλλιτέχνες... Σε μια στιγμή, μάλιστα, τη σύστησε και στον... άντρα της, αλλά εκείνος είχε αλλού το νου του... Στα Λίμπερτι και ίσως στα τάνκερ Τ2, που θα έβγαζαν οι Αμερικάνοι οτο σφυρί για ένα κομμάτι ψωμί...

Ήσαν εκεί και κάποιοι Έλληνες μεγαλοεφοπλιστές και, όταν άκουσε τον Εμπειρίκο να λέει ότι τα Λίμπερτι ήσαν ατσαλωμένα βαριά και αργοκίνητα θωρηκτά, μόνο για ανάγκες πολέμου, παραξενεύτηκε...

— Εσείς τι γνώμη έχετε; ρώτησε τον Ωνάση.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους, τάχα ανήξερος, πήρε μια ντάμα κι άρχισε να στροβιλίζεται στο αργεντίνικο ταγκό, που έπαιζε η ορχήστρα... Αργότερα τον ξαναρώτησε αν συμφωνεί με τη γνώμη του Εμπειρίκου κι ο Σμυρνιός χαμογέλασε: " Αν δεν είχε εμπειρίες, δεν θα τον λέγανε Εμπειρίκο.".  

Ο Νιάρχος χαμογέλασε, κι οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, χωρίς να μαντεύουν οι δυο άντρες πόσο εχθρικά θα έβλεπαν ο ένας τον άλλο στο εγγύς μέλλον...

Ο οτόλαρχος έφερνε στη μνήμη του - όχι πάντοτε με χρονολογική σειρά - όλες αυτές τις εικόνες από την εποχή που ζούσε με τη Μέλπω κι ο Ωνάσης με τη Νορβηγίδα Ίνγκεμπορντ  κόρη και ζωντοχήρα εφοπλιστών, που τη φώναζε Ίνγκε και στα καλοπιάσματά του Μαμίτα, ίσως για να της υπενθυμίζει ότι όσο περνούσαν τα χρόνια την ένιωθε και σαν μανούλα του... Το είχε εξομολογηθεί η ίδια στη Μέλπω - όταν γίνανε φίλες - ότι ο δεσμός της με τον Άρη δεν είχε πια κανένα μέλλον... 

— Μα, Ίνγκε μου, ο Άρης σε αγαπάει, σου πήρε και αυτό το  υπέροχο σαλέ στο δάσος του Λονγκ Νεκ...

— Ναι, το Φόρεστ Χάουζ, μέσα στην ερημιά, για να με κρατάει φυλακισμένη, παρέχοντας μου κάθε άνεση, ενώ εκείνος αλλάζει στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες τις ερωμένες σαν πουκάμισα...

Κι όσο εξιστορούσε η Ίνγκε στη Μέλπω τις ανδραγαθίες του στο Κόπα Καμπάνα, στο Ελ Μαρόκο, στο πριβέ μπαρ του 21, τόσο της μπαίνανε ψύλλοι στα αυτιά ότι θα 'ρχότανε και η σειρά της, αφού ο Σταύρος είχε να μπει στην κρεβατοκάμαρα της καιρό... Οι τρεις Έλληνες γλεντζέδες της Νέας Υόρκης ήσαν γνωστοί... Ωνάσης, Γράτσος και τελευταία Νιάρχος... Ιδίως οι πρώτοι ταΐζανε χαβιάρι Μπελούγκα και ποτίζανε σαμπάνια και βότκα κατακόκκινα φιλήδονα χείλη στα μισοσκότεινα σεπαρέ, πολλές φορές με το γέρο μπήχτη Σπύρο Σκούρα, που έλεγε στη γυναίκα του Σαρούλα ότι έχει νυχτερινά συμβούλια... Τι την ένοιαζε όμως εκείνη, την είχε ταμία στον πρώτο του κινηματογράφο στο Σεν Λιούις, μετά την έκανε γυναίκα του. Είναι το γούρι σου Σπύρο γελούσε ο Ωνάσης και τον πείραζε:  Έχεις δώσει το κλειδί του χρηματοκιβωτίου σου στη Σαρούλα, το φυλάει κάτω από το μαξιλάρι της κι εσύ αλωνίζεις σε ξένα σεντόνια...

 — Κι εσύ το ίδιο δεν κάνεις;

— Εγώ δίνω το κλειδί του χρηματοκιβωτίου στην Ίνγκε, αλλά όχι και το συνδυασμό που ανοίγει...

Ο Νιάρχος είχε ρωτήσει την ξαδέρφη του Αγλαΐα Κουμάνταρου αν αληθεύανε τα θρυλούμενα για τις ερωτοδουλειές του κι εκείνη του είχε εξάψει ακόμη περισσότερο τη φαντασία: Ο Άρης, Σταύρο μου, την εποχή του πολέμου πέρασε από πολλές κρεβατοκάμαρες κι όχι μόνο στάρλετ, αλλά και σταρ, όπως της Γκλόρια Σβάνσον και της Μάρλεν Ντίτριχ ! <<Θρυλικές γυναίκες, αλλά μάλλον σιτεμένες>>, σχολίασε ο Νιάρχος. Η ξαδέρφη του όμως του υπενθύμισε ότι ο Ωνάσης είχε φιλενάδα στο Λος Άντζελες την Τζέραλντιν Σπρεκλς, νέα, ωραία και ζάπλουτη κληρονόμο.

 Μετά το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου το ζεύγος Νιάρχου ζούσε στη Νέα Υόρκη και ο αδελφός της Μέλπως Άμπυ  Κάπαρης, γνώστης των λογιστικών αλλά και ναυτιλιακών, διαχειριζόταν τα επιχειρησιακά του Σταύρυ. Ο νεόκοπος εφοπλιστής ένιωθε σαν τον κολοσσό της Ρόδου, με το ένα πόδι στο Πειραιά και το άλλο στη Νέα Υόρκη. Μυστήριο πράγμα, αλλά από τότε ο Νιάρχος έμοιαζε με τον Ωνάση σε κάθε πράξη του και όπως ο Σμυρνιός είχε δεξί του χέρι τον Κώστα Γράτσο, αυτός είχε τον Άμπυ Κάππαρη. Πάντως τη Μέλπω, που διατηρούσε τη σιλουέτα και την ομορφιά της τη ζώνανε τα φίδια, γιατί ο άντρας της απόγευγε να κοινηθεί μαζί της, προφασιζόμενος διαρκώς κούραση και αγωνία στη προσπάθειά του ν΄αποκτήσει πλοία Λίμπερτυ, δεμένα κατά εκατοντάδες στα ντοκ μετά τον πόλεμο.

Κάποιες Κυριακές, που πήγαιναν στο Μανχάταν, βόλταραν μπροστά στις βιτρίνες της Πέμπτης Λεωφόρου, πριν καταλήξουν σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο. Μια Κυριακή, μετά τις βιτρίνες, κατέληξαν στο Σέντραλ Παρκ, αγόρασαν κουλούρια, κάθισαν σε ένα παγκάκι κι άρχισαν να ταΐζουν τα σκιουράκια... Σε λίγο πέρασε μπροστά τους μια κοπέλα με το ποδήλατο και μετά, αναψοκοκκινισμένη, ήρθε και κάθισε δίπλα τους, να ξαποστάσει... Τους άκουσε που μιλούσαν και τους είπε: Ελληνίδα είμαι κι εγώ και μένω με τους γονείς μου στο Πλάζα. Τίνα Λιβανού.

— Του εφοπλιστή; ρώτησε ο Νιάρχος.

— Μάλιστα.

— Σταύρος Νιάρχος, κι εγώ εφοπλιστής. Από δω η γυναίκα μου Μέλπω. Εμείς μένουμε στο Λονγκ Νεκ.

Όχι ότι είδε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του, αλλά το «Πλάζα» ήταν το ξενοδοχείο των Ελλήνων εφοπλιστών και το Λονγκ Νεκ περιοχή με βίλες ευπόρων και πλουσίων.

Τα κουλούρια τέλειωσαν, έφυγαν τα σκιουράκια, έφυγε και η δεκαεφτάχρονη με τα χυτά μπουτάκια και τα λακκάκια στα ρόδινα μάγουλα, που έμελλαν ν' ανάψουν φωτιές στον Έλληνα επίκουρο σημαιοφόρο της Μάχης του Ατλαντικού. Την άλλη μέρα κιόλας κατέφυγε στην Αγλαΐα και πληροφορήθηκε τα πάντα για τη  μικρή. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή και ένα μικρότερο αδερφό. Ήταν γεννημένη πριν δεκαεφτά χρόνια στην Αγγλία. Έχει πάει σχολείο στο Χίθφιλντ, μετά εσώκλειστη στη Βίλα Μαρία στο Μόντρεαλ, όπου είχαν σταλεί πολλά παιδιά στον Καναδά, για να γλιτώσουν τους βομβαρδισμούς και μετά τέλειωσε το σχολείο στο οικοτροφείο Κονέκτικατ Γκρίνουιτς, που, για να σε δεχθούν, έπρεπε να είσαι παιδί επώνυμου.  "Και πόσων χρονών είναι"; ρώτησε ο Νιάρχος. Η ξαδέρφη του έκανε μια γκριμάτσα:  Δέκα εφτά, αλλά δεν είναι για τα μούτρα σου. 

Ο Νιάρχος, μετά τα Λίμπερτι, είχε βάλει στο μάτι και τη μικρή κόρη του Λιβανού, όχι μόνο γιατί του άρεσε, αλλά γιατί θα τον έμπαζε στην οικογένεια του ισχυρότερου Έλληνα εφοπλιστή, που ασφαλώς θα τον βοηθούσε να γίνει κι ο ίδιος μεγάλος... Γρήγορα η Μέλπω κατάλαβε τις επιδιώξεις και τα όνειρα του, αλλά, όταν μαθεύτηκε ότι η μικρή καραβοκύρισσα θα παντρευόταν τον Ωνάση, άρχισε να ελπίζει ότι ο Σταύρος θα γύριζε σ' αυτήν... Έπεσε όμως έξω, γιατί ο άντρας της, που στο μεταξύ σύχναζε στο «Πλάζα» και διέδιδε ότι από στιγμή σε στιγμή παίρνει διαζύγιο, επέμενε στο σκοπό του να γίνει γαμπρός του Χιώτη, ζητώντας σε γάμο τη μεγαλύτερη κόρη του, την Ευγενία... Η Μέλπω, που στα 35 της ήταν ακόμη κομψή και όμορφη, δεν καταδέχτηκε να μη δώσει διαζύγιο σε έναν άντρα που είχε πάψει από καιρό να κοιμάται μαζί της... Έτσι, μόλις τον είδε ψοφοδεή, να γονατίζει και να την παρακαλάει «όχι μόνο θα σε χρυσώσω, αλλά θα μπορείς να φέρεις διά βίου και το επώνυμο μου», έσκυψε με αξιοπρέπεια, τον άγγιξε στον ώμο και του είπε:  Σήκω, σκουλήκι της γης... Τόσο πολύ με ξεγέλασες, που είχα νομίσει ότι είχα παντρευτεί έναν αετό των ορέων... Η Μέλπω Κάππαρη υπέγραψε και του έδειξε τη πόρτα...

Μετά από μισό σχεδόν αιώνα δεχόταν στο ρετιρέ της του Μανχάταν, ένα ρεπόρτερ που ζητούσε στοιχεία για τη βιογραφία του πρώην άντρα της , λίγο μετά το θάνατο του...Του έδειξε μερικές φωτογραφίες εκείνης της δεκαετίας του '40, αλλά σε καμιά δεν ήταν με το Σταύρο Νιάρχο. Σίγουρα θα τις είχε ξεσκίσει και κάψει, όσες τους έδειχναν μαζί ή μόνο του, με τη στολή του Βασιλικού Ναυτικού.

 Η Μέλπω Κάππαρη δεν ήθελε να θυμάται εκείνη την περίοδο της ζωής της, αλλά πως να ξεχάσει ότι για οχτώ χρόνια υπήρξε κυρία Νιάρχου και μετά, για μισό αιώνα, αποσύρθηκε στο σκοτάδι και στη σιωπή, ενώ αυτόν τον έλουζαν οι προβολείς της παγκόσμιας δημοσιότητας, γιατί είχε αποκτήσει  στόλο πετρελαιοφόρων, την ακριβότερη θαλαμηγό του κόσμου, ιδιόκτητο νησί και πλούτο αμύθητο... Και μαζί, συζύγους και ερωμένες. 

΄Οταν ο ρεπόρτερ τολμάει να της πει  <<αν  δεν είσαστε εσείς κυρία Κάππαρη...>>, η  ηλικιωμένη γυναίκα  μοιάζει με μαζεμένη  χελώνα που βγάζει το κεφάλι της απο το κέλυφος -για πρώτη φορά στη ζωή της- στη δημοσιότητα. Δεν είναι τόσο κουτή να μη καταλάβει ότι ο ρεπόρτερ, προσπαθεί  να τη κεντρίσει για να μιλήσει... Χαμογελάει:  Ναι, εγώ τον σύστησα να γίνει μέλος του Γιότινγκ Κλαμ, αυτή ήταν η μηδαμινή  προσφορά μου στη σταδιοφρομία του...  Αλλά και  χωρίς εμένα θα είχε εξελιχθεί στον κροίσο που ξέρουμε, ίσως να θέλει να πει η ματιά της, η θλιμμένη, που εκφράζει τον πόνο και την πίκρα, όχι μιας γυναίκας που υπήρξε καλλονή και μαράζωσε κλεισμένη σε ένα ρετιρέ πενήντα χρόνια, αλλά ενός ανθρώπου που παρακολουθούσε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά την ιλιγγιώδη άνοδο του πρώην συντρόφου του... Ενός συντρόφου, που πριν τον παντρευτεί ήταν απλώς ο κομπιναδόρος ανιψιός των Κουμάνταρων... 


Τον έφερνε στη μνήμη της, ακόμη μια φορά, γονατιστό, ψοφοδεή, να την εκλιπαρεί: «Αν με αγαπάς, Μέλπω μου, δώσε μου το διαζύγιο»... Τον θυμότανε και το 1938 στην Αθήνα να τη γεμίζει φιλιά και να της λέει: «Και ο άντρας σου να ζούσε, θα σε έκλεβα και θα σε πήγαινα να ζήσουμε σε ένα έρημο νησί»...

 Ποιός θα γινόταν ερημίτης, αυτός που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς κοσμική κίνηση, σαλόνια, ναύλους, φορτώματα, ασύρματα τηλέφωνα; Οι δικοί της, όσο σπουδαίος υποκριτής κι αν ήταν ο Σταύρος, της το είχαν πει: Αυτός δεν θέλει σύζυγο, αλλά σκάλα για να αναρριχηθεί. Και να που μετά οχτώ χρόνια γάμου της έλεγε, χωρίς ίχνος τσίπας, ότι καλά περάσανε, καιρός ήτανε να τραβήξει ο καθένας το δικό του δρόμο... Μα ο δρόμος ο δικός μου είσαι εσύ, ήθελε να του πει, αλλά εκείνος, το αρπακτικό, τι να το κάνει το σκουληκάκι, ήθελε σκουληκαντέρα  σαρανταποδαρούσα... Και μπορεί να του είχε αρπάξει ο Ωνάσης την Τίνα, καλή όμως ήταν και η αδερφή της... Κόρη Λιβανού  κι αυτή... Αν έμπαινε, όπως κι ο Σμυρνιός, στη φαμίλια του Χιώτη, θα παύανε οι Έλληνες εφοπλιστές να τον αποκαλούν κι αυτόν «αλεξιπτωτιστή» της ναυτιλίας...  

 Η Μέλπω απόφευγε με τις φίλες της να μιλάει για τα παλιά, δεν ήθελε ούτε νύξη για τον άντρα που κάποτε είχε αγαπήσει και της είχε φερθεί τόσο 'άνανδρα"... Ασφαλώς ζήλευε που τον έβλεπε στις φωτογραφίες με τόσο όμορφες και διάσημες γυναίκες... Αλλά, όταν πέθανε η Ευγενία και διάβασε αυτά που τον κατηγορούσαν κάποιες εφημερίδες, η Μέλπω, στα 59 χρόνια της, ένιωσε μια αναδρομική ανακούφιση που την είχε χωρίσει, γιατί ποιος ξέρει αν δεν ήταν αυτή η ίδια το θύμα του μεθυσιού και του έυέξαπτου χαρακτήρα του... Το εκμυστηρεύτηκε και στη γυναίκα του αδερφού της, τη Μαρλίν, ότι έπρεπε να περάσουν 23 χρόνια (1947 - 1970), για να ξεκομπλεξαριστεί από το χωρισμό της με το Σταύρο και να αισθανθεί πανευτυχής που είχε γλιτώσει από τυχόν περιπέτειες της, αν εξακολουθούσε να είναι ακόμη κυρία Νιάρχου. Έδωσε εντολή, μάλιστα, να βγάλουν από την πόρτα της και τον τηλεφωνικό κατάλογο το όνομα Νιάρχου, που συνόδευε το Κάππαρη... Ακούς εκεί, το κτήνος, να σκοτώσει με κλοτσιές την άτυχη γυναίκα, μουρμούριζε συχνά στη Μαρλίν... Μετά, όταν διάβασε για το γάμο του με την Αθηνά, πρώην Ωνάση, κόντεψε να πέσει ξερή... Θυμήθηκε τη σκηνή στο Σέντραλ Παρκ, με τη δεκαεφτάχρονη κόρη του Λιβανού κι άρχισε να μετράει στα δάχτυλα, πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε και άρχισε πάλι να ζηλεύει που ο Σταύρος εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα 24 χρόνια! Πάνω στην αναπηρική του καρέκλα ο Νιάρχος θυμότανε καμιά φορά και τη Μέλπω, που ήξερε ότι ζούσε λίγα τετράγωνα πιο εκεί... Ακόμη ήταν θυμωμένος μαζί της: Ακούς, τη σκρόφα, να μου αρνιέται το διαζύγιο.. Έπρεπε να τη χρυσώσω, για να υπογράψει και ν' αποκτήσω την ελευθερία μου... Όμως, ο ανήμπορος γέρος, έδιωχνε τη Μέλπω από τη μνήμη του, για να καταλήξει για μιά ακόμη φορά στη Τίνα...

Νέα Υόρκη 1946...

 Σύχναζε στο «Πλάζα», όπου έμενε το χειμώνα η φαμίλια του Χιώτη μεγαλοεφοπλιοτή... Το καλοκαίρι πήγαινε όλη η οικογένεια στο εξοχικό τους, στο Ίστερ Μπει, όπου ο επίδοξος γαμπρός κατόρθωσε να προσκληθεί ένα Σαββατοκύριακο από τον ίδιο τον Λιβανό. Ο οικοδεσπότης τον στρίμωξε στο κουβεντολόι, αλλά και στο τάβλι, δεν του έδινε την ευκαιρία να κατεβεί από τη βεράντα και να πάει να ζυγώσει την Αθηνά, που την άκουγε να παίζει τένις και να χασκογελάει μαζί με άλλες φωνές... Σε μια στιγμή πλησίασε η οικοδέσποινα που είπε στον άντρα της:

 — Ο άνθρωπος δεν ήρθε στην εξοχή να παίξει τάβλι, αλλά να τον δει ο ήλιος και να κολυμπήσει...

Ο Νιάρχος δεν ήξερε τι να πει, που να πρωτοκοιτάξει, την κυρία Αριέτα ή το τάβλι που παίζανε πεντοδόλαρα και τον έκλεβε ο Χιώτης, προσπαθώντας μάλιστα και να τον μεθύσει, γιατί έτρωγε τους μεζέδες και στον καλεσμένο του έριχνε συνέχεια ούζο στο ποτήρι του...

— Τα παιδιά θα πάνε βόλτα με τα ποδήλατα, είπε η Αριέτα και πρόσθεσε: Να προσέχετε, κύριε Νιάρχο, γιατί ο άντρας μου άλλα φέρνει κι άλλα παίζει...

— Να προσέχει τα παιδιά ο Αριστος, είπε ο ταβλαδόρος κι ενώ είχε ρίξει έξι πέντε, έπαιξε εξάρες και πλάκωσε την παρα- μαμά του συμπαίκτη του...

 Ο νους του Νιάρχου δεν πήγε στον Ωνάση, γιατί τον ήξερε Άρη, αλλά οι Σμυρνιοί και οι Χιώτες τον φώναζαν Αριστο. Όταν κατάλαβε ποιος θα συνόδευε τις κόρες του Λιβανού, θόλωσε το μυαλό του, ήθελε να πει «βάζετε το λύκο να προσέχει τα πρόβατα», αλλά δεν τολμούσε...

Το μεσημέρι στο τραπέζι, τσούπ, να ο Ωνάσης να χαριεντίζεται με τις θυγατέρες του σπιτιού και την οικοδέσποινα, να διηγείται ευτράπελες ιστορίες κι ο Νιάρχος να νιώθει ξένος κι αμέτοχος σ' αυτή την οικογενειακή πανδαισία. Μια δυο φορές προσπάθησε ο Νιάρχος να φέρει την κουβέντα στον πόλεμο και στις ανδραγαθίες του, αλλά η οικογένεια Λιβανού προτιμούσε τα κουτσομπολιά και τα ανέκδοτα του Σμυρνιού για τους χολιγουντιανούς σταρ... Έτσι ο Νιάρχος έμεινε ο κομπάρσος και ο Ωνάσης ο απόλυτος πρωταγωνιστής του γουικέντ... Μόνο όταν μετά το φαγητό ξαναστρίμωξε στο τάβλι τον Πειραιώτη ο Χιώτης, μόνο τότε - χωρίς άλλους ακροατές - μίλησε ο Νιάρχος για τη δράση του στη Μάχη του Ατλαντικού, αλλά ο Λιβανός δεν ενδιαφερότανε για πόσα βαπόρια είχαν βουλιάξει, αλλά για πόσα είχε αυτός στην κατοχή του... Την άλλη μέρα ο Νιάρχος βρέθηκε, επιτέλους, κοντά στην Αθηνά και προσπάθησε να της προσελκύσει το ενδιαφέρον, λέγοντας της ότι διάσημοι ηθοποιοί είχαν υπηρετήσει την πατρίδα τους στον πόλεμο, όπως οι Κλάρκ Κέιμπλ, Τζέιμς Στούαρτ, αλλά μπήκε πάλι στη μέση ο Άρης, αναφέροντας κους κους για την Γκρέτα Γκάρμπο... Τετραπέρατος ο Χιώτης καραβοκύρης, μόλις φύγανε πάλι οι κόρες με τον Σμυρνιό για κολύμπι, τον ρώτησε αν νομίζει ότι η δράση του στον πόλεμο, θα τον ωφελήσει στη μετέπειτα ζωή του... Ο Νιάρχος σήκωσε τους ώμους κι ο Λιβανός του είπε:  Οι ήρωες του πολέμου μοιάζουν με αρνιά μπροστά στους καταφερτζήδες - λύκους της ειρηνικής ζωής... Προσαρμόσου, λοιπόν, στους λύκους, αν θέλεις να πετύχεις τις φιλοδοξίες σου, παλικάρι μου... Ο  Νιάρχος δεν έλεγε λέξη, παριστάνοντας τον αμνό, αλλά μέσα του ήξερε πολύ καλά ότι ήταν κι αυτός λύκος απέναντι σε ένα γερόλυκο που τον συμβούλευε... Και μια μέρα - σύντομα μάλιστα - θα έδειχνε σε όλους τα κοφτερά του δόντια... Ο γιος της δράκαινας από τον Ταύγετο το είχε καταλάβει αμέσως μετά τον πόλεμο, ότι τα πρόβατα που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή, επέστρεφαν για να πέσουν στα δόντια των λύκων...Το είχε δει στις τελετές, στις δεξιώσεις και στα πάρτι, αμέσως μετά τον πόλεμο, ότι πολλοί πολεμιστές δεν είχαν προλάβει να αλλάξουν τις στολές τους με τα πολιτικά και οι κουραμπιέδες - βιομήχανοι, εφοπλιστές, πολιτικοί, γραφειοκράτες - χαμογελούσαν ψεύτικα και δυσφορούσαν βλέποντας στολές και σιρίτια παρασήμων... Σύντομα, όμως, οι επευφημούμενοι κατάλαβαν ότι όσοι είχαν επιζήσει μπορεί να κέρδισαν δόξα, αλλά είχαν χάσει τις δουλειές τους και πολλοί και τις γυναίκες τους... Οι ήρωες είχαν πέσει θύματα των καλοπερασάκηδων...

 Οι στολές και τα παράσημα -του είπε ο Λιβανός- μπήκανε στα σεντούκια με τη ναφθαλίνη...

 Ο Νιάρχος, όμως, δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που θα θαβόντουσαν στη ναφθαλίνη... Κι όταν πήγε να ζητήσει από τον πρόεδρο των Ελλήνων εφοπλιστών Μανόλη Κουλουκουντή, το δίκιο του, είχε σκοπό να τα πει έξω από τα δόντια... Ο πρόεδρος ήταν τότε κοντά στα πενήντα και ο 38χρονος Νιάρχος μπαίνοντας στο γραφείο του, γεμάτο με μικρογραφίες και κάδρα πλοίων, ένιωσε δέος... Ερχότανε με αποφασιστικότητα και θράσος να επιδείξει τη δράση του στον Ατλαντικό, αλλά έχασε τη φωνή του, όταν ο πρόεδρος τον αποστόμωσε:

 - Έμαθα, κύριε Νιάρχο, ότι απαιτείτε να πάρετε διψήφιο αριθμό Λίμπερτι, κάτι που δεν ζήτησαν ούτε παραδοσιακοί ε φοπλιστές... Εμένα, που βλέπετε, μπήκα στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα μου στη Σύρο έφηβος και το 1921 εγκα ταστάθηκα στο Λονδίνο και με την έναρξη του πολέμου πρόλαβα κι ήρθα στη Νέα Υόρκη. Όχι μόνο είμαι αυθεντικός, αλλά και το νιώθω, γιατί ο παππούς μου το 1831 είχε ναυπηγήσει το πρώτο του ιστιοφόρο... Κι έρχεσαι εσύ τώρα, με κάποιο εύσημο υπηρεσίας προς την πατρίδα σου, να γίνεις από τη μια μέρα στην άλλη μεγαλοεφοπλιστής...

 Ο γερο σακάτης λες κι έβλεπε μπροστά του τον πρόεδρο των εφοπλιστών, εκείνη την ημέρα στη Νέα Υόρκη, που τον επιτιμούσε για το θράσος του... Κάτι πήγε να πει, να δικαιολογηθεί, αλλά ο Κουλουκουντής σήκωσε το χέρι του, τον εμπόδισε να μιλήσει και συνέχισε:

— Αρκεί να σου πω ότι ο Κώστας Λαιμός, διπλωματούχος πλοίαρχος και με ναυτιλιακά γραφεία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, έχει πάρει ένα μόνο πλοίο... Κι εσύ ο άσχετος, που, επαναλαμβάνω, έκανες το καθήκον σου υπηρετώντας την πατρίδα, ξεχνάς ότι άλλοι Έλληνες ναυτικοί σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι... Ποιος είσαι εσύ, που ζητάς να πάρεις πάνω από δέκα Λίμπερτι! Μπορείς να μου πεις ποιός νομίζεις ότι είσαι; Ο Κανάρης ή ο Τομπάζης;

 Είχε ρθει με πολλά επιχειρήματα ο Νιάρχος στο γραφείο του προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, αλλά έφυγε χωρίς να του δώσει την ευκαιρία ο παμπόνηρος εφοπλιστής να πει κουβέντα... Ο Νιάρχος πλησίασε εκείνο τον καιρό και τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Νίκο Αβραάμ, που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, για το θέμα των Λίμπερτι, του είπε ότι είναι ανιψιός των Κουμάνταρων, αλλά εκείνος με το μειλίχιο ύφος του, τον παρέπεμψε στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών... Και πριν φύγει άπρακτος, ο ενημερωμένος υπουργός, τον ρώτησε ευγενικά, πόσο καιρό είχε να δει τους θείους του στον Πειραιά... Ο Νιάρχος τότε κατάλαβε ότι είχε κυκλοφορήσει ευρύτερα η φήμη ότι τον  είχαν στείλει οι Κουμάνταροι να αγοράσει κάποια πλοία, αλλά αυτός τα είχε πάρει στο όνομα του και αργότερα τους αποζημίωσε από τα κέρδη...

 Όλες τις πόρτες τις έβρισκε κλειστές, αλλά είχε τύχη βουνό... Σε ένα μπαρ συνάντησε τον παλιό του φίλο Γιώργο Εμμανουήλ, που μόλις είχε αποστρατευθεί από τον αμερικανικό στρατό και μαζί του ήταν ένας δικηγόρος, μάνα στα ναυτιλιακά... Τα ήπιαν και ο Νιάρχος τους εξέθεσε το πρόβλημα του... Για πόσα κομμάτια έχεις τις προκαταβολές; τον ρώτησε ο δικηγόρος κι εκείνος του απάντησε: Για μια δωδεκάδα... Σε μια βδομάδα θα είσαι ιδιοκτήτης τους, αν ο φίλος μας ο Γιώργος κι εσύ βρεθούμε αύριο στο γραφείο μου...

Βρέθηκαν κι΄εκεί  είχε κληθεί κι ένας απόστρατος ναύαρχος, ήρωας του πολέμου του Ειρηνικού και δια της πλαγίας οδού ο Νιάρχος απέκτησε μια ντουζίνα Λίμπερτι... Τον ίδιο αριθμό που είχε παραλάβει και ο Ωνάσης... Ποτέ δεν θα ξεχνούσε εκείνη την ημέρα ο Σταύρος Νιάρχος: Στο Νόρθφολκτης Βιρτζίνια οι παροπλισμένες σειρές των πλοίων κι ανάμεσα τους, τα δικά του, αυτά που θα τον αναγόρευαν σε μεγαλοεφοπλιστή!

  Ο Λιβανός, όταν το έμαθε, είπε παρουσία άλλων ότι ο Πειραιώτης κι ο Σμυρνιός αγόρασαν άχρηστα σκάφη - για να μην πέσουν όλοι στα Λίμπερτι - αλλά ο ίδιος είχε φροντίσει να εξασφαλίσει δέκα πέντε από αυτά... Ήταν η εποχή του ανταγωνισμού, που κανένας εφοπλιστής δεν ήθελε να έχει λιγότερα πλοία από τον άλλο, πόσο μάλλον ο παμπόνηρος Χιώτης, ο αρχιμάστορας στις αγορές ευκαιρίας... Συγκεκριμένα, τέλη 1947 ο Λιβανός είχε αγοράσει ένα κελεπούρι, το αυστραλέζικο πετρελαιοφόρο ΚΑΡΑΜΒΑ, 6.500 τόνων, αντί 25.000 λιρών Αγγλίας και στο πρώτο κιόλας ταξίδι ξεπλήρωσε την τιμή του, αφού πληρώθηκε 33 δολάρια τον τόνο, δηλαδή 350 τοις εκατό πάνω από το τότε διεθνές ναυλολόγιο! Ο Νιάρχος είχε δει το Λιβανό να τρίβει τα χέρια του και να χοροπηδάει σαν αρκούδα, γιατί με ακόμη δύο ταξίδια Αμπαντάν - Καζαμπλάνκα μετέφερε πετρέλαιο κι έβγαλε χρυσάφι...

 Τα θυμόταν όλα αυτά ο Νιάρχος, γιατί συνέπιπταν με το δικό του ξεκίνημα, τότε που απόκτησε το στολίσκο του κι αμέσως μετά τα τάνκερ Τ2 των 16.000 τόνων κι αυτά από την αμερικανική κυβέρνηση, που τα παραχωρούσε μόνο σε δικούς της πολίτες... Ο Ωνάσης ήταν εκείνος που καταστρατήγησε τους νόμους, δημιουργώντας σε μια νύχτα εταιρίες με Αμερικανούς μετόχους, αλλά που τις μετοχές τους τις κατείχε ο ίδιος... Το έκανε και ο Νιάρχος, ακολουθώντας το σύστημα του Σμυρνιού... Λιβανός και Ωνάσης! Οι αετονύχηδες των αγορών τάνκερ και των κερδοφόρων ναυλοφορτώσεων. Ο Ωνάσης είχε προχωρήσει και σε άλλα κόλπα: Κατέθετε τα συμβόλαια ναυλοφορτώσεων μαζούτ και πετρελαίου και τα ναυπηγεία του χτίζανε τάνκερ, που ξεκίνησαν από 25.000 τόνους για να φτάσουν τους κολοσσούς των 250.000! Λιβανός ο δάσκαλος, Ωνάσης ο καθηγητής και τσουπ ξαφνικά  ο Νιάρχος με ντοκτορά... 

προστέθηκε στις: Παρασκευή 22.01.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster