.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 14



0012  0027

Ο καπετάν Ανδρέας Τσεσμελής  και ο καπετάν Μιχάλης Πειθής, δίπλα στο Λιβανό. τέτοιοι θαλασσόλυκοι στήριξαν τους Έλληνες στόλαρχους που κυριάρχησαν στους ωκεανούς και κατέστησαν  την εμπορική μας ναυτιλία πρώτη στο κόσμο.

14. Αναμνήσεις καπετάν Ανδρέα

'Eνιωσε πάνω του τη σκιά του Κεφαλονίτη, έφυγαν οι αναμνήσεις, βρέθηκε στο σήμερα... Ήθελε όμως να ξαναγυρίσει στο παρελθόν και ρώτησε τον μπάτλερ του: Ρε κοπρίτη, τον θυμάσαι το Λιβανό, τότε που σου έδινε φτηνά φιλοδωρήματα για να μάθει πως φερόμουνα στη θυγατέρα του, τη μοσχαναθρεμμένη;

— Μα, τι λέτε, σερ... Ποτέ δεν έκανε κάτι τέτοιο...

— Αν ήσουνα από την Κορνουάλη, όπως διέδιδα, πιθανόν να μη με ρουφιάνευες... Περασμένα, ξεχασμένα όμως, διηγήσου μου σήμερα που έχω κέφια, κάνα περιστατικό από αυτά που μαζεύεις... Ή μήπως νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι κόβεις αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά για τους εφοπλιστές κι εμ'ένα... Γιατί το κάνεις;

Ο Τομ είχε ξαφνιαστεί, αλλά, διαβόλου κάλτσα, σοφίστηκε μια δικαιολογία: Ξέρετε, σερ, ψέλλισε: Άλλοι μαζεύουν αποκόμματα για ηθοποιούς και τραγουδιστές, αθλητές... Εγώ έχω χόμπι με τους εφοπλιστές...

— Και κυρίως εμένα.

— Βέβαια, σερ, γιατί σας θαυμάζω.

-  Καλά... Για  θυμήσου  κάποιο  ευτράπελο  τιου  καπετάν  Σταύρου.

— Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο, σερ. Θυμόσαστε τον καπετάν Αντρέα Τσεσμελή,τον καπετάνιο που πριν έρθει σ' εσάς, δούλευε στο Λιβανό. Έβγαλε ένα βιβλιαράκι, με τις ναυτικές αναμνήσεις του κι εκεί μέσα έχει αρκετά περιστατικά, τόσο με το Λιβανό όσο και μ' εσάς. Το έχω στο δωμάτιο μου...

— Ακόμα εδώ είσαι; Πετάξου να το φέρεις.

Ώσπου να πάει να το βρει και να το φέρει ο μπάτλερ, το μεγάλο αφεντικό αποκοιμήθηκε, αλλά όταν ξύπνησε το βρήκε μπροστά στην πολυθρόνα του, έγνεψε στη νοσοκόμα να του το δώσει και βάζοντας τα γυαλιά με το φακό, άρχισε να το ξεφυλλίζει... Ένα βιβλιαράκι, ούτε 70 σελίδες, με τίτλο «Το οδοιπορικό ενός παλιού ναυτικού»... Εξώφυλλο, ένα μικρό επιβατηγό πλοίο με φουγάρο που κάπνιζε, ελληνική σημαία... Και πόλη και ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 1994... Είχε και φωτογραφίες πλοίων και ναυτικών... Δεν καλόβλεπε να διαβάσει και έβαλε τις φωνές: Τομ, Τομ... Σαν αστραπή βρέθηκε μπροστά του ο μπάτλερ, του έδωσε το βιβλίο: Διάβασε μου, πρόσταξε.

Ο Τομ είχε υπογραμμίσει ό,τι αναφερόταν στο Νιάρχο με κόκκινο κραγιόνι κι ό,τι στο Λιβανό με μπλε. Άρχισε να διαβάζει:

«Το 1958 μια μεγάλη κάμψη έγινε στη διεθνή εμπορική ναυτιλία και επέφερε αλλαγές στους μισθούς και στις υπερωρίες των πληρωμάτων, προς τα κάτω. Επίσης έγιναν περικοπές στα υλικά, στα χρώματα και στις τροφοδοσίες. Έδεσαν πολλά καράβια του Νιάρχου στο θαλάσσιο χώρο του Σκαραμαγκά, σε δέσμες το ένα δίπλα στο άλλο. Τα ναυπηγεία του Πολεμικού Ναυτικού αγοράστηκαν από την εταιρία του Νιάρχου, για να γίνουν ανανεωμένη επισκευαστική μονάδα, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα, που σιγά σιγά έφτασε ν' απασχολεί 5.500 άτομα. Εργατοτεχνίτες, ναυπηγούς, μηχανικούς, προσωπικό λογιστηρίου κ.λπ. Δηλαδή, έγινε μια από τις μεγαλύτερες επισκευαστικές μονάδες της Ευρώπης.» Ο γέρος τον διέκοψε: «Για μένα, προσωπικά, τι γράφει;» Ο Τομ συνέχισε να διαβάζει: «Ο Νιάρχος μου ανέθεσε να βρω ένα κατάλληλο πρόσωπο, κατά προτίμηση ναυτικό, για να ελέγχει τις υπερωρίες των αξιωματικών, των μηχανικών και των πληρωμάτων των πλοίων, στο γραφείο του Λονδίνου. Εγώ πρότεινα όλο Έλληνες, αλλά ο Γκρέγκορι, ισχυρός διευθύνων της Νιάρχος Λόντον Λίμιτεντ, ήθελε Άγγλο και κωλυσιεργούσε... Τότε ήρθε ο Νιάρχος στο Λονδίνο και με κάλεσε στο γραφείο του και πολύ θυμωμένος μου λέγει: "Σου είπα να βρεις έναν άνθρωπο, ελεγκτή υπερωριών και συ δεν έκανες τίποτα..." Για να μην εκθέσω τους τότε διευθύνοντες, του απάντησα: "Μάλιστα, κύριε Νιάρχο, αλλά προσπαθούμε να βρούμε τον κατάλληλο..." "Τότε", μου λέγει, "τι σε πληρώνω;" Και σε πάρα πολύ θυμωμένο τόνο προσθέτει: "Να πας να φύγεις."»

Ο Τομ δίστασε να συνεχίσει, αλλά ο γέρος τον διέταξε: Διάβαζε ό,τι κι αν γράφει.

«Δεν άντεξα τότε και του λέγω μπροστά στον αείμνηστο Τρυπάνη: Σας δίνω μια βδομάδα ειδοποίηση να φέρετε αντικαταστάτη μου και να πάτε να, να...»

— Να γαμηθείτε... Έτσι μου είπε ο αρχικαπετάνιος... Συνέχισε.

«Να πάτε να να να... εγώ δεν ξεσκονίζω για την καρέκλα μου... Ας είναι, στο τέλος οι διευθυντές κατάλαβαν το λάθος τους και με πίεσαν να μη φύγω, λέγοντας μου ότι ο Νιάρχος όποιον αγαπάει τον βρίζει... Τελικά έμεινα, μου έκαναν και αύξηση".»

— Όλα αυτά έτσι ακριβώς έγιναν, όπως τα γράφει ο καπετάν Τσεσμελής... Πότε το έβγαλε το βιβλίο; Το 1994, δηλαδή πέρυσι. Τότε θα ζει ακόμη ο μπαγάσας... Τι με κοιτάζεις σαν ηλίθιος; Το διάβασες πριν λίγο... Πεντέμισι χιλιάδες προσωπικό είχα μόνο στα ναυπηγεία! Και στα βαπόρια μου πόσος κόσμος δεν έφαγε, όχι μόνο ψωμί, αλλά νοικοκυρεύτηκε, αγόρασε σπίτια, σπούδασε παιδιά, έδωσε προίκες... Θυμάσαι, Τομ, πόσα φορτηγά και τάνκερ είχα;

— Δεν θυμάμαι ακριβώς, σερ.

— Ούτε εγώ, αλλά τότε είχα το μεγαλύτερο στόλο φορτηγών και τάνκερ του κόσμου, περισσότερο από το μισό εμπορικό στόλο της Γαλλίας! Θεέ μου και τι δεν είχα: Έξι φορτηγά των 20 χιλιάδων τόνων, πέντε των 25, δώδεκα των 40! Και τάνκερ: Δέκα των 46 χιλιάδων τόνων, τέσσερα των 110, πέντε σούπερ των 240 χιλιάδων τόνων! Και πόσα άλλα...

Ο μπάτλερ έκανε πως κοίταζε το γέρο, αλλά μόνο τη φωνή του άκουγε, γιατί η σκέψη του έτρεχε, πίσω την εποχή του στόλαρχου, με το τεράστιο «Ν» στις τσιμινιέρες των πλοίων του... Δίπλα ο Φελίξ ποτέ δεν θα καταλάβαινε σε ποιο άντρο, ποιανού ανήμερου θεριού είχε μπει... Ο Τομ θυμότανε και τα είχε καταγράψει στο ντοσιέ του, ότι εκείνη την εποχή τα βαπόρια του Μεγάλου είχαν πληρώματα, τα 22 Έλληνες, τα 12 Γερμανούς, τα 10 Εγγλέζους, τα 8 Ιταλούς και βάλε και τους Ινδούς με τα σαρίκια...

— Θυμάσαι Τομ; Από το Λονδίνο κατευθύναμε τις ναυλώσεις και κάναμε τις ασφάλειες, στον Πειραιά φτιάχναμε τα ελληνικά πληρώματα, στο Αμβούργο τους Γερμανούς, στη Γένοβα τους Ιταλούς...

Ο γιατρός πλησίασε και στάθηκε πάνω από το γέρο: Καλημέρα σας κύριε Νιάρχο. Μια χαρά σας βλέπω σήμερα.

— Μια χαρά και δυο τρομάρες, είπε ελληνικά και μετά συμπλήρωσε αγγλικά: Γιατρέ, προσπαθώ να κάνω δυο πράματαπου κανένας από εσάς τους φωστήρες της επιστήμης δεν με συμβούλεψε να κάνω: Σκέφτομαι συνέχεια και μιλάω όσο μπορώ περισσότερο, για να προπονώ το μυαλό μου και τη γλώσσα μου. Τι άλλο να κάνω; Δεν μου επιτρέπετε να φάω καπνιστό σολομό, να πιω ούζο και να κατευθύνω τις επιχειρήσεις μου... Και ασφαλώς, ούτε να κάνω έρωτα μπορώ... Τι άλλο μου μέ¬νει, για να μη καταντήσω φυτό; Η συνεχής σκέψη και λογο-διάρροια...

Ο γιατρός έκανε τα συνηθισμένα, για να δικαιολογήσει την παρουσία του, υποκλίθηκε ταπεινά κι έφυγε να πάει στο δωμάτιο του, ώσπου να αλλάξει η βάρδια του... Την ίδια στιγμή επέστρεφε ο Τομ με κάτι αποκόμματα στα χέρια κι ο γέρος τον ρώτησε, τι είναι αυτά; Ο Κεφαλονίτης του είπε:

— Μου είχατε ζητήσει, σερ, αναμνήσεις από το Λιβανό. Σας τις έφερα κι αν δεν είσαστε κουρασμένος, να σας διαβάσω μερικές.

Ο στόλαρχος έκανε μια γκριμάτσα χαμόγελου, έγνεψε στη νοσοκόμα να τον βολέψει καλύτερα στην πολυθρόνα και είπε ελληνικά στον Τομ:

— Ούτε έσκαβα, ούτε όργωνα, έλεγε ο πατέρας μου... Έλα, λοιπόν, πιο κοντά και διάβασε μου.

— Είναι αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά... Α¬ κούστε, λοιπόν, τι γράφανε για το συχωρεμένο:

«Ο Σταύρος Λιβανός έλεγε: Η πρώτη γέννα βαποριού είναι δύσκολη. Τα φορτία και οι ναύλοι κοιλοπονάνε και να, αρχίζουν και ξεπετάγονται το δεύτερο, το τρίτο, σαν κουνέλια, που σκαρίζουνε σε λιμάνια και θάλασσες... Παρακάτω, απαντούσε σε ερώτηση δημοσιογράφου ναυ¬τιλιακού περιοδικού: Με κατηγορούν για τσιγκούνη, αλλά δεν είμαι σκορποχέρης και φιγουρατζής, σαν κάποιους νε¬όκοπους εφοπλιστές. Το έχω ξαναπεί, έτσι είμαστε εμείς οι Χιώτες, νοικοκύρηδες, που ανεβήκαμε τάξη, παλεύοντας με τη θάλασσα κι από βαρκάρηδες γίναμε καϊκτζήδες, καραβοκύρηδες και ποιος μας πιάνει πια, εφοπλιστές στο Σίτι.»

Ο Τομ πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

«Η Αριέτα Λιβανού έλεγε στις κόρες της ότι ο πατέρας τους την έβαζε να του αλλάζει τους τριμμένους καβάλους στα παντελόνια... Ο Ωνάσης, όταν ήταν πρόξενος στο Μπουένος Άιρες, ερχότανε σ' επαφή με πλοιοκτήτες και καπετάνιους κι είχε μάθει φοβερές ιστορίες... Στα πρώτα του βαπόρια ο Λιβανός έστελνε στα πληρώματα σκουλι-κιασμένο αλεύρι και πολυκαιρινές κονσέρβες κι απόφευγε να τα αναθέτει σε καπετάνιους που απαιτούσανε καλή τροφοδοσία... Στα τέλη της δεκαετίας του 50, σ' ένα γκαζάδικο, είχε για καπετάνιο κάποιον Λασπάκη, που δεχότανε για κάθε μέλος του πληρώματος του το ευτελές ποσό των τεσσάρων σελινιών την ημέρα, όταν οι δυο γαμπροί του Λιβανού πλήρωναν δέκα σελίνια... Περιβόητα ήσαν τα τηλεγραφήματα, από τα ναυτιλιακά γραφεία της εταιρίας Σταύρου Λιβανού, στους καπετάνιους των πλοίων του πριν σαλπάρουν: Τροφοδοσία Λασπάκη -τέσσερα σελίνια!» - Χι, χι, χι...

Το γέλιο του οτόλαρχου αντήχησε και πάλι, μόλις τέλειωσε το διάβασμα του Τομ κι ο Φελίξ κατάλαβε ότι ο παλιός του είχε πάρει, ουσιαστικά, τη θέση...

— Ξεκουμπιστείτε κι οι δύο, θέλω να κοιμηθώ, μουρμούρισε ο Μεγάλος κι έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα.

Η νοσοκόμα έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο του και ψιθύρισε στο γιατρό, που είχει προβάλει από την πόρτα, «έχει λίγο πυρετό»... Άγγιξε κι εκείνος την παλάμη του στο μέτωπο του και τους έγνεψε να απομακρυνθούν... Πήγαν όλοι στην άλλη άκρη του σαλονιού και ο γιατρός τους είπε «ας τον αφή¬σουμε να αποκοιμηθεί»... Βγήκαν, εκτός από τη νοσοκόμα, που έμεινε καθισμένη με ένα περιοδικό στα χέρια...

Ο Τομ, με τα αποκόμματα στα χέρια, αποσύρθηκε στην άλλη άκρη του καθιστικού και συνέχισε να διαβάζει... Σε λίγο, όμως, ακούστηκε η φωνή του γέρου, που συνήθιζε να λαγοκοιμάται κάνα δεκάλεπτο και μετά θυμότανε -ο ακατάβλητος γέρος- τα πριν λίγο καθέκαστα!

Ο στόλαρχος γρύλλιζε πάλι: Τεμπέλαρε, γιατί σταμάτησες να μου διαβάζεις;

Ο Τομ πλησίασε, κάθισε κοντά του κι άρχισε να διαβάζει πάλι:

«Όταν ο γερο Λιβανός, μάθαινε ότι το πλήρωμα θα του ζητούσε καλύτερη τροφοδοσία, τους μάζευε γύρω του και τους ξάφνιαζε, ανακοινώνοντας τους νέα από τις οικογένειες τους... Είχε φροντίσει να μάθει τα μικρά ονόματα και τις ασχολίες του κάθε οικείου τους και έλεγε ότι μόλις είχε γυρίσει από τη Χίο: — Λοστρόμε, έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τη γυναίκα σου Άννα και το γιο σου Θοδωρή... Λαδωτή, ο γιος σου Μιχαλάκης πήρε άριστα στην αριθμητική -καπετάνιο θα τον κάνουμε. Κι εσένα καμαρότε, γέννησε η γουρούνα της μάνας σου έξι γουρουνάκια... Μετά, άρχιζε τις ορμήνιες και τις συμβουλές και τα παράπονα, ότι δεν πήγαιναν καλά οι ναύλοι και να τον βοηθή¬σουν όλοι, να μη δέσει το καράβι... — Είμαστε όλοι μια οικογένεια κι εγώ ο πατέρας σας, έστειλα στα σπίτια σας από ένα τσουβάλι αλεύρι και από ένα μπετόνι λάδι...»

— Αυτά, σερ, είπε ο Τομ.

Ο γέρος γελούσε ξεψυχισμένα και σχολίασε: Αυτός ήταν ο Λιβανός... Στο τέλος όλοι του φιλούσαν το χέρι... Χι, χι, χι...

Ο Νιάρχος σταμάτησε το χάχανο, γιατί δεν είχε άλλη δύναμη κι ο μπάτλερ χαιρότανε που, όχι μόνο δεν τον είχε αποπάρει, αλλά έδειχνε κατενθουσιασμένος με το κείμενο.

— Σε καλό σου, Τομ, καιρό είχα να γελάσω... Για συνέχισε. Ο Κεφαλονίτης ξανάσκυψε στα χαρτιά του:

«Την εποχή της ηρωικής ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, υπήρχε ένας καπετάνιος του Λιβανού, που αργότερα απόκτησε δικό του καράβι, ονόματι Αγγελικούσης. Τι σοφίστηκε, λοιπόν... Σε μια περίοδο που ένα ή δύο αυγά την εβδομάδα για το μέλος του πληρώματος ήταν πολυ¬τέλεια, εκείνος καλούσε ιδιαίτερα στην καμπίνα τον κάθε ναύτη και του έδινε ένα αυγό, με την εντολή να το φάει κρυφά από τους άλλους και να πετάξει τα τσόφλια στη θάλασσα... Όταν, λοιπόν, οι ναύτες δούλευαν στο αμπάρι, έσκυβε ο καπετάνιος από το άνοιγμα του και φώναζε: "Όποιος πήρε το αυγό, να δουλεύει περισσότερο"...»

Την άλλη μέρα ο γέρος είχε πάλι όρεξη για κουβέντα και φώναξε τον Τομ να του διαβάσει από το βιβλιαράκι του Τσεσμελή. «Δεν μου το τέλειωσες», του είπε. Ο μπάτλερ ήταν διστακτικός:

— Ο γιατρός, σερ, απαγορεύει τα δυσάρεστα.

— Και ποια είναι αυτά;

— Οι ναυτικές τραγωδίες και οι πνιγμοί.

— Εδώ που έφτασα, τι πιο τραγικό από την κατάντια μου; Διάβασε μου, λοιπόν, σε διατάζω.

— Ότι πείτε, σερ. Σας τα διαβάζω όπως είναι γραμμένα:

«Και τελικά, για να πληρώσω φόρο τιμής στους ναυτικούς που χάθηκαν σε ατυχήματα των καραβιών της εταιρίας του Ομίλου Νιάρχου, επωνύμων και ανωνύμων, παρόλο που έχουν περάσει μέχρι σήμερα πολλά χρόνια, ας ευχηθούμε όλοι εμείς που απομείναμε, αιωνία η μνήμη τους και κάθε ευτυχία στις οικογένειες τους, αν μπορεί να λεχθεί έτσι...»

Ο Τομ κοντοστάθηκε, αλλά ο αφεντικός του μουρμούρισε «όπο.)ς και να λεχθεί, έτσι ή αλλιώς, η ζωή συνεχίζεται» και του έγνεψε να διαβάσει παρακάτω:

«Ατύχημα «Ουόρλντ Γκλόρι» στις ακτές της Νότιας Αφρικής, 1957. Νεκροί, ο πλοίαρχος Δ. Ανδρουτσόπουλος, ο υποπλοίαρχος, ο πρώτος μηχανικός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Άρμονι» στο Βόσπορο, Δεκέμβριος 1960. Νεκροί ο πλοίαρχος Α. Μπαρτζής, ο υποπλοίαρχος Χριστοδούλου, μετά της συζύγου του, ο πρώτος μηχανικός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Σκάι» στις ακτές της Αραβίας. Νε¬κροί ο ανθυποπλοίαρχος Γ. Κιβωτός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Σπλέντουρ» στις ακτές της Πορτογαλίας. Νεκρός ο υποπλοίαρχος Μ. Ισμιρίδης και μαζί του οκτώ Ινδοί, μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Ντέιλ» στην Αραβική θάλασσα. Νεκρός ο αντλιωρός Αντώνης Χαλαβατζής...»

— Μη συνεχίζεις. Επίλογο έχει;

«Στις οικογένειες των παραπάνω ο Όμιλος Νιάρχου προ¬σπάθησε να απαλύνει τον πόνο τους, κατά κάποιο τρόπο, και όσο ήτανε δυνατό, ηθικά και οικονομικά.»

Ο γέρος άκουγε σκυφτός, δεν έβγαζε άχνα, ώσπου ρώτησε αν υπάρχουν και λεπτομέρειες. Κι όταν ο Τομ του είπε «λίγες», του έγνεψε να συνεχίσει.

«Προσάραξη του «Ουόρλντ Σκάι» και βύθιση στα Κούρια Μουριά της Αραβίας. Σ' αυτό το ατύχημα χάθηκαν 11 άνδρες του πληρώματος.

— Αυτά μόνο; Για μένα δεν γράφει τίποτε άλλο;

— Γράφει:

«Χειμώνας 1960, Δεκέμβριος. Το πρώτο σούπερ τάν-κερ, που η βασίλισσα Φρειδερίκη βάφτισε στο λιμάνι του Πειραιά, με ελληνική σημαία, ήταντο «Παγκόσμιος Αρμονία». Ταξίδευε προς το Νοβοροσίσκ, στο Βόσπορο κοντά στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας, όταν σε μια στροφή 90 μοι¬ρών τράκαρε με ένα γιουγκοσλάβικο τάνκερ, φορτωμένο βενζίνη... Προκλήθηκε τρομερή έκρηξη και η γύρω θάλασσα καιγόταν για πολλές ώρες... Από τους Γιουγκοσλάβους χάθηκαν πάρα πολλοί, από τους δικούς μας 13... Ανάμεσα τους ο πλοίαρχος Αριστείδης Μπαρτζής, ο νεαρός υποπλοίαρχος Ιάσων Χριστοδουλου με τη νεαρή σύζυγο του... Το ζεύγος Χριστοδουλου άφησε ορφανό το αγοράκι τους που ήταν 6 μηνών και το βάφτισαν με το όνομα του πατέρα του... Μεγάλωσε με τους παππούδες του και με κάποια υλική βοήθεια από την εταιρία Νιάρχου μέχρι να ενηλικιωθεί...»

Ο γέρος είχε γίνει πιο κίτρινος, από ό,τι ήτανε πριν, σαν φλουρί και ψιθύρισε: Εκεί στο Βόσπορο χάθηκε και ο πρώτος μηχανικός Βασίλης Βασιλείου... Συνέχισε.

«Μετά το σήμα που πήραμε στον Πειραιά, για το ατύ¬χημα, ο υποφαινόμενος πέταξε στο μέρος της τραγωδίας και μετά πήγε στο νοσοκομείο της ανατολικής πλευράς του Βοσπόρου, όπου είχαν μεταφερθεί με εγκαύματα οι διασωθέντες... Το ίδιο βράδυ, στις 2 η ώρα, έφθασε με το αεροπλάνο του ο Σταύρος Νιάρχος, που τον περίμε¬να στο αεροδρόμιο και μου ζήτησε να τον πάω στο νο¬σοκομείο... Του λέγω, δεν θα μας δεχθούν τέτοια ώρα, όπως δεν μας δέχθηκαν, στις 3 η ώρα που φτάσαμε... Το πρωί της άλλης μέρας ο Νιάρχος ζήτησε αυτοκίνητο α¬πό το στέλεχος του στην Πόλη Άλντο Καμπανέρ και του το έφερε στην πίσω πόρτα του ξενοδοχείου, γιατί το α¬φεντικό δεν ήθελε δημοσιότητα... Όταν μπήκαμε στο αυ¬τοκίνητο ο Άλντο τον ρωτάει "για που κύριε Νιάρχο" κι εκείνος του λέει με σιγανή φωνή "πρώτα στον παπά"... Ο άλλος δεν κατάλαβε και ο Νιάρχος του ξαναλέει "στον παπά, δηλαδή στον πατριάρχη, ρε γαμώ το»... Πήγαμε πρώτα στον πατριάρχη Αθηναγόρα, που τον ήξερε από τη Νέα Υόρκη, τότε που είχε παντρέψει τον Ωνάση και μετά τον ίδιο, με τις θυγατέρες του Λιβανού... Μετά από πολλές ημέρες, όταν οι τραυματίες έφυγαν, έγινε από τον πατριάρχη μνημόσυνο των θανόντων και μετά φύγα¬με από την Πόλη με τα στελέχη της εταιρίας Λογοθέτη και Αντζουλάτο...» Ο στόλαρχος, ζαρωμένος στην πολυθρόνα του, έκανε νόημα στον μπάτλερ να φύγει. Εκείνος μάζεψε τα χαρτιά του και καθώς πήγαινε στο δωμάτιο του, σκεφτόταν ότι ο Νιάρχος δεν είχε κάνει την τεράστια περιουσία του μόνο με τις μεγαλοφυείς ιδέες του... Γι' αυτό, το απόγευμα ξανάφερε το βιβλια¬ράκι του καπετάν Τσεσμελη και με τη συγκατάθεση του αφεντικού, του διάβασε:

Το «Ουόρλντ Κόνκορντ», τάνκερ 35.000 τόνων, το χει¬μώνα του 1954, πλέοντος στην Ιρλανδική θάλασσα συνά¬ντησε τρομερή θαλασσοταραχή με κύματα 25 ποδών... Σε μια στιγμή το καράβι βρέθηκε σε δύο κορυφές κυμάτων, η μέση του έμεινε στο κενό, με αποτέλεσμα να κοπεί στα δύο, αλλά ευτυχώς, χωρίς να χαθούν ανθρώπινες ζωές... Όταν κόπασε η μεγάλη θαλασσοταραχή ο πλοίαρχος Νί- κος Αθανασίου μου ανέθεσε μια ριψοκίνδυνη αποστολή... Με μηχανικούς, ηλεκτρολόγους και θερμαστές -όλους Έλληνες- περάσαμε με ρυμουλκό στο πρυμιό κομμάτι του πλοίου, που επέπλεε, ανάψαμε τα καζάνια, που α-τμοποίησαν και έκαναν να λειτουργήσουν οι ηλεκτρομη¬χανές, αντλίες και όλα τα βοηθητικά μηχανήματα... Το πρυμιό ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι ΟΑΗΕίΟΟΚ κοντά στη Γλασκόβη... Μετά με τον κάπτεν Τζορτζ Τέιλορ και συ¬νεργείο, ανεβήκαμε στο πλωριό κομμάτι του πλοίου, που είχε παρασυρθεί από τα ρεύματα και είχε προσαράξει στην ανατολική πλευρά της Βόρειας Ιρλανδίας... Με μια μικρή ομάδα ανδρών, κάτω από συνθήκες παγωνιάς, ερ¬γαζόμαστε σχεδόν νηστικοί, με μια μικρή θερμάστρα πε¬τρελαίου, αποκομμένοι από τον κόσμο... Τρώγαμε κρύο φαγητό από κονσέρβες, σαρδέλες και ρέγγες, με μονα¬δικό ζεστό ρόφημα τσάι... Τελικά έγινε το θαύμα, ρυ¬μουλκήθηκε και το πλωριό και έγινε η συγκόλληση του «Ουόρλντ Κόνκορντ» στα ναυπηγεία ΜΕΠΟΑΝΤΕϋΕ στην Αμβέρσα... Μετά έξι μήνες το σούπερ τάνκερ εκείνης της εποχής ήταν και πάλι καλοτάξιδο...»

Ο Σταύρος Νιάρχος, ακούγοντας αυτό το κείμενο -ανάμνηση του καπετάν Αντρέα Τσεσμελή, έκλαιγε, ενώ ο μπάτλερ και η νοσοκόμα, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, μη ξέροντας πως ν' αντιδράσουν... Ο στόλαρχος τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν και καθώς προσπαθούσε να σκουπίσει τα μάτια του, μουρμούρισε: Μόνο εγώ ο δύστυχος δεν θα μπορέσω να συγκολληθώ ποτέ πια...

 

προστέθηκε στις: Δευτέρα 25.01.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster