.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 10



Kriezis0015

10.  η  μάχη  του Ατλαντικού

O γέρος έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα με κλειστά μάτια... Η νοσοκόμα μιλούσε ψιθυριστά με τον σεκιούριτι... Δεν είχανε σκοτούρες για ναύλους, μετοχές κι επιχειρήσεις, αλλά και για γεράματα...Απλά καθημερινά πράγματα κουβεντιάζανε... Ο μπρατσωμένος της τα 'ριχνε... Όταν τελειώσει η βάρδια τους να πάνε σινεμά και κάτι τέτοια, ώσπου να τη στριμώξει και να την κουτουπώσει... Εκείνη σεργιανούσε τη ματιά της στα μπράτσα και στο στέρνο του κι αναρωτιότανε μήπως θα ήταν ακόμη ένας παιδαράς που θα την απογοήτευε... Της άρεσαν οι γεροί άντρες, αλλά, μυστήριο πράγμα, μόνο κάνα δυο χλεμπονιάρηδες την είχαν απογειώσει...

— Υπήρξε πηδηχταράς ο γέρος, ψιθύρισε ο σεκιούριτι... Κι ασφαλώς θα χρύσωνε τις γυναίκες...

Αν ήταν νεότερος και γερός, μπορεί να χρύσωνε κι εμένα, σκέφτηκε η νοσοκόμα, που ποτέ δεν της είχε τύχει ένας ματσωμένος να της αλλάξει τη μίζερη ζωή... Ο γέρος είχε αποκοιμηθεί και ταξίδευε πάλι στα περασμένα... Μπέρδευε όμως τις ημερομηνίες, τις χρονολογίες και την Αλεξάνδρεια με τη Νέα Υόρκη...Να, το πλάνο πλησίαζε όλο και πιο κοντά... Μια προκυμαία, αλλά όχι με φόντο τους ουρανοξύστες, μόνο ολιγοόροφα αρχοντικά κτίρια... Μα ποιός είναι αυτός με τον μπλε επενδύτη και το ναυτικό κασκέτο; Θεέ και Κύριε! Ο εαυτός του στην Κορνίς της Αλεξάνδρειας... Πω, πω, ξεκούτιανε και ξέχασε... Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος... Μα πως βρέθηκε από τη Νέα Υόρκη στην Αίγυπτο; Μπορούσε να την κοπανήσει, όπως κάποιοι άλλοι, και να πάει στη Νότια Αμερική, να γλιτώσει το μακελειό... Ήταν όμως πατριώτης ή χρειαζόταν περγαμηνές πατριωτισμού και κατετάγη στο ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.

Βαθμοφόρος, λοιπόν, επίκουρος σημαιοφόρος, βρέθηκε στην Αίγυπτο που αγγλοκρατείτο. Μπορεί να θεωρούσε άχρηστους τους φιλόσοφους κι ανίκανους για δράση, αλλά κι ο ίδιος, ως Πελοποννήσιος, αμπελοφιλοσοφούσε... Όπως τώρα, που βρήκε χρόνο να πεταχτεί στις Πυραμίδες και τη Σφίγγα και να σταθεί στο μουσείο, μπροστά στις μούμιες και να μάθει περισσότερα, από όσα ήξερε, για τους Φαραώ, τον Άμωνα, τον Όσιρι, το Μέγα Αλέξανδρο... Κάτω από τον καυτό ήλιο είχε σκαρφαλώσει στην Πυραμίδα της Γκίζας και είχε ξαποστάσει στον ίσκιο της Σφίγγας... Είχε διαβάσει βιβλία για τους αρχαίους Αιγυπτίους, που τρεις χιλιάδες χρόνια προ Χριστού είχαν οργανώσει την πρώτη κοινωνία, που αργότερα ονομάστηκε κράτος... Στον ίσκιο της Σφίγγας, θυμήθηκε τον Λάκωνα καθηγητή Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, που κάποτε τον ειρωνευόταν και αναρωτήθηκε: " Σταύρο, τι είναι καλύτερο, να φιλοσοφείς και να ανυψώνεις τη σκέψη σου σε υψηλά επίπεδα ή να πατάς στη γη στέρεα και να επινοείς μεθόδους, για να ανεβάσεις το βιωτικό σου επίπεδο"; Είχε ρωτήσει τη Σφίγγα, αλλά παρέμενε αμίλητη και τότε, όπως αιώνες... Έτσι απάντησε στον ευατό του: Σταυράκι, η σωστή σκέψη είναι θείο δώρο, γι' αυτό λογίσου πως θα αποκτήσεις αυτά που δεν έχεις και λαχταράς... Αυτό έκανε μια ολόκληρη ζωή...

Γκούχ, γκούχ... Ο γέρος έβηχε στον ύπνο του, αλλά δεν έβγαινε από το όνειρο του στο παρελθόν... Όταν είσαι απασχολημένος με τις δουλειές σου, δεν έχεις καιρό ούτε να διαβάζεις και να συλλογίζεσε, ούτε να συχνάζεις στις ταβέρνες και να αμπελοφιλοσοφείς, όπως εγώ τώρα... Στην Αίγυπτο, μακριά από το πάθος μου για δουλειά και πλουτισμό, είχα ελεύθερο μυαλό και σκεφτόμουνα... Ο Μέγας Αλέξανδρος επέκτεινε ένα αχανές κράτος ως την Αίγυπτο και τις Ινδίες... Τίποτα δεν ήταν μπροστά του το κρατίδιο των Φαραώ, ένθεν κι ένθεν του Νείλου... Έτσι και οι εφοπλιστές με τα λιγοστά καράβια δεν είναι τίποτα μπροστά σε εκείνους με τους στόλους των ποσταλιων, των φορτηγών, των πετρελαιοφόρων... Τίποτα... Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα πάψω κι εγώ να είμαι ένα τίποτα... Στο μεταξύ, μη έχοντας ν' ασχοληθώ εν καιρώ πολέμου με μπίζνες, έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα... Έμαθα για τη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, τον Φαραώ Όσιρι, που τον ανάστησαν οι ιερείς, πριν το δικό μας Χριστό, τοποθετώντας τον σε μια θρησκεία χωρίς κόλαση... Αργότερα την ανακάλυψαν οι Χριστιανοί, ενώ οι Μωαμεθανοί έδωσαν έμφαση στον παράδεισο, για να μη φοβούνται τη μάχη οι πολεμιστές... Ουρί και λόφοι πιλάφι, βλέπεις...

 Χι, χι, χι... Γελούσε ο γέρος μισοκοιμισμένος... Ξανάβλεπε τον εαυτό του με στολή, να τον χαιρετούν οι ναύτες κι αυτός να φέρνει την παλάμη του στο πηλήκιο. Πειθαρχία, σεβασμός στο τίποτα, αν αναλογιστείς ότι πέρασαν από τούτο τον κόσμο Φαραώ, Μεγαλέξανδροι, Ναπολέοντες, φωτεινά πνεύματα και μεγαλοφυίες... Θαμποβλέποντας τελευταία, πάνω από την αναπηρική του πολυθρόνα, ένα ντοκιμαντέρ του Καρλ Σάγκαν για το Σύμπαν, έμεινε εκστατικός... Εκατό δισεκατομμύρια Γαλαξίες κι ο καθένας έχει εκατό δισεκατομμύρια αστέρια, όπως η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη! Ως τώρα νόμιζε ότι ο άνθρωπος ήταν κόκκος άμμου στην έρημο... Στα στερνά του συνειδητοποιούσε ότι και η Γη ήταν μια κουκκίδα στο Σύμπαν!

— Τομ, Φελίξ... Ελάτε να σας πω τα σπουδαία... Η Γη είναι μια κουκκίδα σε μια ξεχασμένη γωνίτσα του αχανούς Σύμπαντος... Κι ο Σταύρος Νιάρχος κόκκος άμμου, ένα τίποτα...

Για μια ακόμα φορά εκτινασσόταν από το μακρινό παρελθόν, που ήταν νέος και υγιής, για να επιστρέψει στο φριχτό παρόν των γηρατειών και της αναπηρίας... Στο παρελθόν προσδοκούσε στο μέλλον, για να αποκτήσει αυτά που του στερούσαν τα πενιχρά του έσοδα... Όταν ο πατέρας του πτώχευσε, έφυγε από το ιδιωτικό σχολείο και πήγε στο δημόσιο, μη μπορώντας όμως να απαλλαγεί από το τουπέ που είχε ως γιος του Αμερικάνου και ανιψιός ευκατάστατων θείων... Τον έλεγαν οι συμμαθητές του ψηλομύτη, αλλά εκείνος ήξερε ότι μια μέρα θα τους έκοβε τις μύτες... Και τους τις έκοψε, όταν εκείνος εκτινάχτηκε σε ιλιγγιώδη ύψη κι εκείνοι μείνανε στα καβούκια τους σαν χελώνες... Τι σημασία είχε, όμως, αν απόκτησε φτερά αετού και πέταξε πάνω από ηπείρους και ωκεανούς... Μπήκε σε χώρους απαγορευμένους για τους κοινούς θνητούς, όπου κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση των ικανοτήτων του... Τι το όφελος όμως;... Κάποτε προσδοκούσε το μέλλον, αλλά πανάθεμά το για πότε πέρασε το παρόν... Πόσο γρήγορα, σαν αστραπή... Όπως ο απορροφητήρας, τον είχε ρουφήξει η ζωή και τον ξερνούσε, τώρα, στην άλλη άκρη της, στο θάνατο, το τίποτα... Ατένιζε ακόμα την απέραντη έρημο γύρω από τις Πυραμίδες και τη Σφίγγα, την πάνσοφη και αμίλητη... Ένας σιμούν είχε φυσήξει και τον παρέσυρε σαν κόκκο άμμου, ανάμεσα σε χιλιάκις εκατομμύρια κόκκους.

Η νοσοκόμα τον έβλεπε να παιδεύεται και ν' αγκομαχάει, πλησίασε, μήπως ήθελε βοήθεια... " Θέλετε τίποτα, σερ;' Την άκουσε στο μισοξύπνιο του κι ήθελε να της απαντήσει, «τι να θέλω κοριτσάκι μου, αφού η ζωή τελειώνει για μένα»... Δεν είπε όμως τίποτα, γιατί ξαναβυθίστηκε στο βίντεο της ζωής του... Στο Μεγάλο Πόλεμο...

 Ώσπου να καταλάβω τι γίνεται, βρέθηκα στη μάχη, όχι της ξηράς, που πατούσες τα πόδια σου στο χώμα, αλλά της θάλασσας, όπου ήσουν έρμαιο των κυμάτων... Η κορβέτα «Κριεζής», χίλιοι τόνοι, ογδόντα μέτρα μήκος, εκατό μέλη πλήρωμα, με δεκαπέντε ναύτες Χιώτες, φωνακλάδες, συμφεροντολόγοι, αλλά παλικάρια, με πείρα από το εμπορικό ναυτικό... Ναύτης-διαχειριστής και γραμματέας του κυβερνήτη ο Νίκος Μίχαλος - Χιώτης κι αυτός - γαμπρός του Νικόλα Λιβανού, αδερφού του Σταύρου... Εφοπλιστής τρίτης γενιάς, σπουδασμένος στην Οξφόρδη, σεβαστός σε όλους. Δεν είχε λουφάξει σε κάνα γραφείο του Σίτι, αλλά είχε καταταγεί εθελοντής...

Έφερνε στη σκέψη του τη Μάχη του Ατλαντικού... Νηοπομπές από φορτηγά, πολεμικά συνοδείας, όπως το δικό μας, στολίσκους αντιτορπιλικών γύρω μας και υδροπλάνα Καταλίνα με ραντάρ πάνω μας... Εκεί στα βόρεια πλάτη, στις αρχές του χρόνου, η ημέρα διαρκούσε μόνο 5 - 6 ώρες και μέσα στο βαθύ σκοτάδι και στην καταιγίδα, να σε βρέχει ή να σε πιτσιλάει η θάλασσα και να παγώνει πάνω σου... Και να σκάνε οι τορπίλες, να λαμπαδιάζει ο ωκεανός, να βουλιάζουν πλοία και οι άνθρωποι στη θάλασσα να παγώνουν σε δυο - τρία λεπτά και να γίνονται κουφάρια... Αμάν, Παναγιά μου, να γλιτώσω κι ούτε να ξαναδώ θάλασσα... Τορπίλες και νάρκες, πήγαινε - έλα, Αμερική - Ευρώπη... Βάρδιες αγωνίας και τρόμου, να υπολογίζεις το στίγμα, το ρεύμα, με τους οπτήρες διαρκώς στα μάτια και ν' ακούς από το φωναγωγό τον κυβερνήτη, να ρωτάει, να βλαστημάει, να διατάζει... Από τα σκάφη της νηοπομπής - ιδιαίτερα στις αρχές του πολέμου - να μη φτάνουν στον προορισμό τους ούτε τα μισά... Μόνο η ελληνική εμπορική ναυτιλία έχασε 350 μεγάλα φορτηγά και 46 επιβατηγά με 2.000 δικούς μας ναυτικούς σκοτωμένους και πνιγμένους και άλλους τόσους τραυματίες και ακρωτηριασμένους... Μακελειό... Αλλά εγώ σκεφτόμουνα ότι έπρεπε να ζήσω, γιατί δεν είχα εκπληρώσει ακόμη το όνειρο μου, τις παράλογες φιλοδοξίες μου...

 Στο καρέ των αξιωματικών μιλούσαν συνήθως πολιτικά, αλλά εγώ ξεμονάχιαζα το ναύτη Μίχαλο και του μιλούσα όλο για φορτηγά, τάνκερ και ναύλους κι εκείνος σίγουρα αναρωτιόταν πως ένας φιλόδοξος σαν κι εμένα είχε παρουσιαστεί να υπηρετήσει και δεν την είχε κοπανήσει για τη Νότια Αμερική... Ήμουνα 35 χρονών και δεν είχα καταφέρει ακόμη αυτά που ονειρευόμουνα στις πλαγιές του Πάρνωνα και στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά, όταν πήρα απολυτήριο και πάτησα στη στεριά, ο νους  μου  γυρνούσε  διαρκώς  στη  θάλασσα...Αυτή  που  καταπίνει  βαπόρια  κι΄ ανθρώπους,  αλλά  και  φτιάχνει  εφοπ0λιστές  και  πλούτο...

Και  να  η  μεγάλη  ευκαιρία,  με  τη  λήξη  του  πολέμου,  όταν  η  Αμερική  παραχωρούσε  λίμπερι  κοψοχρονιάς   και  οι Έλληνες εφοπλιστές, ξαναφτιάχνουν   τους στόλους τους. Από  κοντά  και  οι  στεριανοί  Ωνάσης και Νιάρχος, με νέες ιδέες και μεγαλόπνοα σχέδια για το ξεκίνημά της μεταπολεμικής αίγλης και δόξας των << Χρυσών Ελλήνων >>. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

προστέθηκε στις: Πέμπτη 21.01.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster