.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 28 ( τελευταίο )



Scan1073128. Αποχαιρετισμός στο όπλα


Ο Νιάρχος άρχισε να μένει τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο κρεβάτι και μόνο λίγες φορές ζητούσε να τον πάνε στην πολυθρόνα του μπροστά στο τζάκι... Δεν μπορούσε πια να δει τηλεόραση, να διαβάσει εφημερίδες και αποκοβόταν από τη ροή των γεγονότων και την ενημέρωση... Έπαψε να ενδιαφέρεται για τις επιχειρήσεις του, ακόμη και για τα παιδιά του, αν ήσαν κοντά του ή στην άλλη άκρη της Γης... Είχε εξαφανιστεί, ως διά μαγείας και ο Τομ από γύρω του, αλλά και από τη φαντασία του... 
Η Χίλαρι κι ο Φελίξ, κσιταζόντουσαν στα μάτια, λες και δεν είχαν ιδέα ποιόν ζητούσε... Μπαινόβγαιναν σαν σκιές ο γιατρός και οι βάρδιες των νοσοκόμων, αλλά ο Τομ πουθενά... Του έλειπε ο πιστός του μπάτλερ, όπως παλιότερα οι δυο Κεφαλλονίτες έμπιστοί του...

Σε κάποια αναλαμπή του, ο γέρος θυμήθηκε ότι κάπου είχε διαβάσει «Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος»... Οι δυο μεγάλοι του γιοι είχαν έρθει, αλλά δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν οσφραινόταν πια, μόνο σκιές και μουρμουρητά... Ο για μισό αιώνα μπαρουτοκαπνισμένος πολέμαρχος, είχε καταθέσει τα όπλα.... Οι δικοί του περίμεναν τον ήχο της σάλπιγγας που θα σήμαινε ενός λεπτού σιγή και την υποστολή της σημαίας στα τάνκερ του σε θάλασσες και ωκεανούς... Μετά, θα ακουγόταν η φωνή: Ο βασιλιάς πέθανε - ζήτω τα βασιλόπουλα...
Είχαν έρθει και ο Κωνσταντίνος και οι δυο Μαρίες, η κόρη του και η αδερφή του, με τον γιο της Κώστα... Ξαφνικά κι ανέλπιστα λες και ξυπνούσε από βαθύ λήθαργο,άνοιξε τα μάτια και κίνησε το χέρι του, προσπαθώντας να στεριώσει το ακουστικό στ' αυτί του.... Έσκυψε ο Φελίξ και τον βοήθησε... Πλησίασε η αδερφή του, συγκρατώντας τη συγκίνηση της.
— Σταύρο μου, είπε, λες κι αντίκριζε φάντασμα.

 
Τη γνώρισε κι άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του.

— Αδερφή, μη σκιάζεσαι, γιατί ο Χάρος πισωπατά, δεν τολμάει να βγει μπροστά μου.

 
Κάμποσες ημέρες ο Νιάρχος κοιμότανε με τις ώρες και απότομα ξυπνούσε... Έβλεπε τους ορούς και τα σωληνάκια και δυσφορούσε γρυλλίζοντας... Ήταν εφτάψυχος, είχε όμως συνειδητοποιήσει ότι η αντοχή του λιγόστευε... Αλλά όταν μουρμούριζε και τον ρωτούσαν «θέλετε τίποτα, κύριε Νιάρχο;» ή τον καθησύχαζαν «εδώ είμαστε, μπαμπά», άπλωνε το χέρι του λέγοντας «να έχετε την ευχή μου». Είχε πάψει να σκέφτεται, όπως τον τελευταίο καιρό που κατέφευγε σε αναμνήσεις και αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, στην προηγούμενη ζωή του, γεγονότα, πρόσωπα και πράξεις του... Ούτε άκουγε πια φωνές, όπως της Ευγενίας και του Ωνάση, που άλλοτε τον κέντριζαν. Πράγματα που λάτρευε, όπως τα σκάφη του, οι πίνακες του, τα άλογα του, τα είχε ξεχάσει εντελώς και όταν σε κάποιες στιγμιαίες αναλαμπές της μνήμης του, περνούσαν σαν αστραπές και χάνονταν, απόφευγε να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η αποκοπή από το παρελθόν σημαίνει «έτοιμος για θάνατο»... Μέρα με τη μέρα και κυρίως τη νύχτα, που βολόδερνε χωρίς ύπνο, ο Νιάρχος αναρωτιόταν πόσο ακόμη θ' άντεχε το βασανισμένο του κορμί... Κι αν κάποτε έλεγε «αν πεθάνω», τώρα είχε συνειδητοποιήσει το «θα πεθάνω»...

 Οι γιατροί πλήθαιναν πάνω του και τον ζώσανε τα φίδια, όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί πια από το κρεβάτι... Και ξαφνικά, να ο καθηγητής από τη Ζυρίχη... Προσπαθούσε να βάζει σε λειτουργία το μυαλό του, να αξιολογεί κάθε κίνηση και ενέργεια των δικών του και των γιατρών, για να μαντεύει τις ελπίδες που είχε, αλλά όλο βυθιζότανε περισσότερο σε μια αποχαύνωση, από τη χρήση των φαρμάκων κι από αδυναμία... Σε μια απέλπιδα προσπάθεια του, να μην πεθάνει στην Αμερική, έγνεψε στον καθηγητή και ψέλλισε:  Και τώρα τι θα γίνει κύριε καθηγητά; Θα με αφήσετε να πεθάνω στη Νέα Υόρκη;
— Μα, τι λέτε κύριε Νιάρχο... Μια χαρά είσαστε...

— Στην Ελλάδα λέμε και δυο τρομάρες... Φίλιππε...
Πλησίασε ο γιος του κι έσκυψε στο κρεβάτι:  Ναι, πατέρα.

— Ετοιμάστε με, να με πάτε στην Ευρώπη... Δεν θέλω να πεθάνω εδώ... Κατάλαβες τι σου λέω πρωτότοκε;

Το τελευταίο ταξίδι από την Αμερική στην Ευρώπη, πετώντας πάνω από τον Ατλαντικό, ήταν για το στόλαρχο ο αποχαιρετισμός στα όπλα, καθώς η ναυαρχίδα του έτυχε να διασχίζει τον ωκεανό, γεμάτη μαζούτ, και ο καπετάνιος της του έστειλε, εκεί ψηλά, ραδιομήνυμα: «Ο πλοίαρχος, οι αξιωματικοί και το πλήρωμα εύχονται στο μεγάλο αφεντικό υγεία και καλό ταξίδι».

Του διαβάσανε το μήνυμα κι ο γέρος άπλωσε το αποστεωμένο χέρι του και το πήρε... Κι όπως το κρατούσε έκλεισε τα μάτια και καθώς ρύθμιζαν τη συσκευή του οξυγόνου, άρχισε να σκέφτεται το σπίτι του στο Παρίσι -το παλάτι του, όπως το περιέγραφαν οι εφημερίδες- που τα τελευταία χρόνια ήταν κλειστό κι ανήλιαγο... Λες να τον πήγαιναν εκεί, για να πεθάνει στην απέραντη κρεβατοκάμαρα του με τα βελουδένια ριντό, πάνω στο κρεβάτι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη; Και τους βαρυπενθούντες δικούς του να υποδέχονται τον κόσμο στα έντεκα σαλόνια με τα γαλλικά έπιπλα του 18ου αιώνα, τους τάπητες, σχεδιασμένους για τους Λουδοβίκους ΙΔ' και ΙΕ', τα κρυστάλλινα βάζα και τα κομψοτεχνήματα του Φαμπερζέ, τους πίνακες των Βαν Γκογκ, Ρενουάρ, Τουλούζ Λοτρέκ... Άραγε, τι θα σχολίαζαν οι καλεσμένοι στο παλάτι του -σκέφτηκε, για μια στιγμή- ο ανήμπορος γέρος, που προσπαθούσε να κρατάει το μυαλό του ξύπνιο... Σίγουρα θα λένε, ότι τίποτα δεν πήρε μαζί του ο μακαρίτης ή σκατά στην ψυχή του...

Του κάνανε ακόμη μια ένεση κι ο γέρος ούτε κατάλαβε, πως βρέθηκε με οξυγόνο στη μύτη και διασωληνώσεις στην ειδικά διαμορφωμένη γι' αυτόν σουίτα εντατικής του καντονιακού νοσοκομείου της Ζυρίχης... Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε τους ορούς να κρέμονται και τους τρεις γιους του και την κόρη του Μαρία, να καμώνονται πως χαμογελούν, για να του δώσουν κουράγιο... Μια περίεργη σκέψη πέρασε από το μυαλό του... Ένιωσε, για μια στιγμή, σαν τον πρωθυπουργό Παπανδρέου, στο Ωνάσειο, περιστοιχισμένος από τους τρεις γιους του και την κόρη του... Η άλλη, η αποκληρωμένη, έλειπε... Όπως κι΄η δική του...

Δύο μήνες ο Σταύρος Νιάρχος βρισκότανε στην εντατική, όταν τον Φεβρουάριο του 1996, έφτασε από την Αμερική ο καρδιοχειρουργός Ρ. Ντιμπέικι και γνωμάτευσε ότι χρειαζόταν επείγουσα επέμβαση. Παρουσία του έγινε στο νοσοκομείο της Ζυρίχης αλλαγή βαλβίδας της αορτής και καθαρισμός των καρωτίδων αρτηριών.
Όταν ο Νιάρχος συνήλθε, κατάλαβε ότι οι ημέρες του τέλειωναν οριστικά και αμετάκλητα.... Ξεχώρισε θαμπά το γιο του Φίλιππο και σίγουρα οι άλλες σκιές, πιο πίσω, θα ήταν τα άλλα παιδιά του... Σε μια στιγμή τα διέκρινε, αλλά ήταν τόσο αδύναμος, ξεψυχισμένος, που η εικόνα τους ξαναθάμπωσε... Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει, λες και  έβλεπε μέσα από γυαλί, σε φουρτούνα... Ζαλιζόταν, ένιωθε να μπατάρει σαν βαπόρι... Να τα, πάλι, τα παιδιά του, ξεχώριζε τις σκιές τους, σαν σκάντζα βάρδια, να ετοιμάζονται να του πάρουν το τιμόνι, καθώς βολόδερνε στο μάτι του κυκλώνα...

Άντεχε ακόμη το γεροντάκι... Ξεχώριζε το Φίλιππο, το Σπύρο, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία... Παρά την απελπιστική θέση του, θυμήθηκε τον Εβραίο, που ενώ ψυχορραγούσε, ψέλλισε στους δικούς του:  Καλά, το μαγαζί το αφήσατε μόνο;


Ο στόλαρχος άφησε την τελευταία πνοή του στο καντονιακό νοσοκομείο της Ζυρίχης, στις 4 το απόγευμα της Δευτέρας 14 Απριλίου 1996, αλλά η είδηση του θανάτου του δόθηκε στα μίντια  μια μέρα αργότερα. Οι γιοί του τήρησαν την επιθυμία του να μάθει ο κόσμος 24 ώρες αργότερα το θάνατο του, ποιός ξέρει γιατί... Ίσως για να βεβαιωθεί η επιστήμη ότι δεν επρόκειτο για... νεκροφάνεια, ίσως -σχολίασε ένας χρηματιστής- για να μην πέσουν κάποιες μετοχές πριν πουλήσουν τα παιδιά του...
Η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του έγραφε: Σταύρος Νιάρχος, του Σπύρου και της Ευγενίας. Έτος γεννήσεως 1909 Αθήνα  Υπηκοότης: Ελληνική. Θρήσκευμα: Χριστιανός Ορθόδοξος Επάγγελμα: Εφοπλιστής. Πριν ξεψυχήσει είχε επίγνωση ότι έφευγε για πάντα και είχε πει ότι δεν ήθελε να πεθάνει πρωί, αλλά απόγευμα ή βραδάκι, ώστε να έχει κερδίσει  ακόμη μιά  μέρα... Φεύγοντας ένιωθε γύρω του τις σκιές των παιδιών του, που τους άφηνε την αμύθητη περιουσία του...
Ο αλαφροΐσκιωτος μπάτλερ του, διακριτικά πιο πίσω, τον παρομοίαζε με ναυαρχίδα που βυθιζόταν καταμεσής του ωκεανού, ενώ γύρω της επέπλεαν καρυδότσουφλα...
Στον προθάλαμο ήταν η 92χρονη αδερφή του Μαρία, με το γιο της Κώστα και τον 33χρονο εγγονό της Ανδρέα... Ήταν η μόνη που ήξερε τόσο καλά τον αδερφό της, από τα μικράτα του, τότε που στις πλαγιές του Πάρνωνα, με πέντε τρύπιες δεκάρες οτην τσέπη, ονειρευόταν να αποκτήσει τα πλούτη των πέντε ηπείρων.,.
Τα παγκόσμια μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν πρόταξαν την είδηση του θανάτου του, ούτε μπήκε κορυφή πρωτοσέλιδη στις εφημερίδες, όπως είχε γίνει με τον Ωνάση... Στην Ελλάδα όμως ήταν πρώτη είδηση, πρώτο θέμα... Τηλεοπτικοί σταθμοί, εφημερίδες και περιοδικά, για αρκετό καιρό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, έγραφαν για τη ζωή του, τους γάμους του, την αντιζηλία του με τον Ωνάση, το θάνατο της γυναίκας του Ευγενίας, το νησί του, τις θαλαμηγούς του, τη συλλογή του των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων...

..................

 Όταν έμαθα το θάνατο του, θυμήθηκα τον Ωνάση, που μου είχε πει για το Νιάρχο:  Είναι τόσο πανούργος, που μπορεί με μια βάρκα να βυθίσει αεροπλανοφόρο !

Η κηδεία του τελευταίου Χρυσού Έλληνα έγινε στη Λοζάνη. Η νεκρώσιμη ακολουθία ετελέσθη στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γερασίμου, στο ύψωμα που βλέπει στη λίμνη Λεμάν. Περίπου πενήντα συγγενείς και στενοί φίλοι και συνεργάτες του, παραβρέθηκαν, ανάμεσα στους οποίους ο πρώην βασιλιάς της Ελλάδος Κωνσταντίνος, η οικογένεια του βιομηχάνου Τζιάνι Ανιέλι, η πριγκίπισσα της Ιορδανίας Φριάλ. Ο χοροστατήσας στη νεκρώσιμη ακολουθία αρχιεπίσκοπος Ελβετίας Δαμασκηνός  είπε μπροστά στο φέρετρο του μεγαλοεφοπλιστή: «Χάσαμε ένα μεγάλο Έλληνα, έναν άνδρα που ενσάρκωνε το μύθο της Μεγάλης Ελλάδας».
Ο ενταφιασμός έγινε στο κοιμητήριο Μπουά ντε Βο, δίπλα στη σύζυγο του Ευγενία και κοντά στην επίσης, τελευταία, σύζυγο του και αδερφή της προηγούμενης, Αθηνά. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης βρισκόταν ενταφιασμένος στο Σκορπιό, κοντά στα παιδιά του Αλέξανδρο και Χριστίνα... Ανδρών ζάπλουτων, πάσα γη τάφος...

Επίλογος...

Scan10794 Πέρασαν μερικοί μήνες -σχεδόν χρόνος- ώσπου να συγκεντρώσω τις πληροφορίες και να συναντήσω ανθρώπους, που θα μου τις έδιναν  για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου... Κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι μου, μετά κάποια συνάντηση μου με συνεργάτη, φίλο ή πρόσωπο από το στενό περιβάλλον του Νιάρχου, ξάπλωνα στην πολυθρόνα κι έκλεινα τα μάτια, φέρνοντας στη σκέψη μου, όχι τον ευλύγιστο και αεράτο μεγαλοεφοπλιστή που είχα συναντήσει το 1959... Αλλά το κάτισχνο, συρρικνωμένο γεροντάκι, που μου περιέγραψαν δικοί του άνθρωποι, γιατροί και νοσοκόμες που τον κούραραν και τον ξενύχτησαν, μπάτλερ και καμαριέρηδες που τους βασάνιζε, γραμματείς και φαρισαίοι που περίμεναν κάποιο δώρο-κληρονομιά, διευθυντικά στελέχη και νομικοί σύμβουλοι στην υπηρεσία πια των γιών του...
Ίσως, επειδή θέλησα να γράψω μια μυθιστορηματική βιογραφία (βασισμένη όμως σε γεγονότα, που τα έχω τσεκάρει) το παράκανα. Γιατί εκεί στην πολυθρόνα ένιωθα τόσο ζήλο και τέτοια ζέση στην προσπάθεια μου να αναπλάσω τα φοβερά γεγονότα, ώστε -τελευταία- αναρωτήθηκα μήπως προερχόμουν από κλωνοποίηση κάποιου κύτταρου του βιογραφούμενου... Είχα ταυτιστεί με το γεροντάκι που, πάνω στην αναπηρική καρέκλα του, το έτρωγε το σαράκι που είχε εισχωρήσει σε πολύτιμο πανάκριβο ξύλο...
Καλά που το θυμήθηκα, το έλεγε κι ο Τομ: Ο Νιάρχος είναι το αντίθετο του απελέκητου ξύλου, είναι το πολύτιμο ! Αλήθεια, τι να γίνεται εκείνος ο κατεργάρης αλαφροΐσκιωτος μπάτλερ; Λες και ακούω τη φωνή του:  Την 21η Μαρτίου έχουμε απόλυτη ισημερία, δηλαδή από 12 ώρες ημέρα και νύχτα... Αυτό ισχύει στο ημερολόγιο, όχι όμως και με τους ανθρώπους, που ουδέποτε είναι απαράλλακτα ίδιοι, ομοιόμορφοι, ισοφυείς, ισόπλουτοι... Σε ένα και μόνο δεν διαφέρουν: Ότι προορισμός τους είναι ο θάνατος...
Ναι, ήταν η φωνή του Τομ, που ποτέ δεν έμαθα αν ήταν από την Κεφαλλονιά ή από την Κορνουάλη... Ήθελε να μου υπενθυμίσει, ότι τον είχα ξεχάσει στον επίλογο του βιβλίου μου, που χωρίς αυτόν, θα ήταν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Η ματιά μου έπεσε στο ημερολόγιο του γραφείου μου... Ήταν η 21η Μαρτίου 1997, ημερομηνία που βάζω στο βιβλίο μου τη λέξη ΤΕΛΟΣ ...

προστέθηκε στις: Κυριακή 07.02.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster