.  » αρχική σελίδα

Τα βιβλία του Δημήτρη Λιμπερόπουλου

Πεθαίνουν και οι αθάνατοι (Πατάκης 2001)


ένα παιδί που ονειρεύεται τις προηγούμενες ζωές του!

Ζούμε πάνω σε μια κουκκίδα, στο άπειρο του αστρικού χώρου, που εναρμονίζεται στο Σύμπαν από το υπερφυσικό άγνωστο κομπιούτερ που ρυθμίζει τα πάντα. Αυτή η κουκκίδα είναι το γαλαζοπράσινο σβολαράκι μας, η Γη, που την περιβάλλει ζωογόνος ατμόσφαιρα, και το νερό με το χώμα της δημιούργησαν εκατομμύρια είδη ζωής, με αφέντη τον άνθρωπο. Αυτό το νοήμον ον έκτισε το οικοδόμημα της ιστορίας του, που είναι λαμπρό αλλά και μακάβριο...Το μυαλό του υπήρξε φορέας ιδεών, αλλά και απληστίας, ιδιοκτησίας γης και αγαθών, απόλαυσης και πλούτου. Το ανθρώπινο γένος ανέδειξε σοφούς, διάνοιες, ιδεολόγους, ειρηνοποιούς ηγέτες αλλά και πολεμοχαρείς δυνάστες, που έπνιξαν τη γη στο αίμα και ξεκλήρισαν λαούς, έκαναν γενοκτονίες και ολοκαυτώματα.

Ο πρωτόγονος φοβισμένος άνθρωπος δημιούργησε θεότητες, δαιμόνια, μάγους, θυσίαζε ζώα αλλά και συνανθρώπους του...Ο εξελισσόμενος απόγονός του ανέδειξε προφήτες, στέριωσε θρησκείες και ιδεολογίες με πιστούς που βασανίστηκαν, θανατώθηκαν, άγιασαν...Ο άνθρωπος - το μόνο μεγαλοφυές ον του πλανήτη μας - επωφελήθηκε και έγινε ισόθεος, προσκυνήθηκε, λατρεύτηκε αλλά και μισήθηκε. Το πνεύμα του έμεινε αθάνατο σε κείμενα, εικόνες, αγάλματα και μνημεία, που κάποια μνημονεύουν όχι μόνο τα έργα του αλλά και τα εγκλήματα και τις θηριωδίες του. Και τι ειρωνεία... Το σώμα του - βασιλιά ή σκλάβου, σοφού ή ηλίθιου – γίνεται βορά των σκουληκιών. Κι αργότερο, όσο προχωράει ο εικοστός πρώτος αιώνας, γίνεται στάχτη στους ανθρωποκαυστήρες... Αυτό το τίποτα μπροστά στο θάνατο, εν ζωή δημιουργεί , υποτάσσει αλλά και γκρεμίζει βασίλεια, αυτοκρατορίες , ιδεολογίες, πολιτικοκοινωνικά συστήματα...Ο άνθρωπος είναι δημιουργός – κτίστης αλλά και καταστροφέας – γκρεμιστής...Κι΄όμως αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα –κουτσουλιά του πλανήτη – αναρριχήθηκε σε απρόσιτες βουνοκορφές, καταδύθηκε σε αβυσσαλέα βάθη ωκεανών, πέταξε στο διάστημα , πάτησε στο φεγγάρι, δάνεισε και αυτοματοποίησε τον εγκέφαλό του στους υπολογιστές. Τα έργα του έγιναν δυσανάλογα με το μπόι του...

Από το λυκαυγές του ο άνθρωπος - για να επιζήσει- ήταν πανούργος, μόλις απόκτησε ισχύ έγινε εγωιστής και άπληστος και έφτασε στο σημείο να θεοποιήσει τον εαυτό του, να καταστρέψει τη φύση, περιφρονώντας τη σοφή ισορροπία της πλάσης. Ποτέ δεν σκέφτηκε πόσο ασήμαντος είναι...Κι΄όμως, προχωρώντας στο λυκόφως του, βλέπει ακόμη άστρα να λαμπυρίζουν, ενώ έχουν σβύσει πριν δισεκατομμύρια χρόνια...

«Από τα μικράτα μου συσσώρευα εντυπώσεις, αποκτούσα γνώσεις, κι ενώ τα άλλα παιδιά έπαιζαν , εγώ συλλογιζόμουν. Και απορούσα όχι μόνο με τα θαυμαστά πράγματα γύρω μου αλλά και με την ύπαρξη του ίδιου μου του εαυτού...Από πού ερχόταν, πού πήγαινε... Δε θα το μάθεις ποτέ, έλεγε ο πατέρας, έστω κι αν σπουδάσεις θεολογία, φιλοσοφία ή πάρεις Νόμπελ γενετικής ή βιολογίας. Όσο μεγάλωνα θαμπωνόμουν από τη πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Διέθετα και τις δικές μου γνώσεις και τη δική μου αυτόνομη κρίση...Ώσπου ένιωσα να κατρακυλάω περιδινούμενος στο χάος, μη μπορώντας να αντιληφθώ την ανακύκλωσή μου. Ένας σοφός έλεγε: Δεν καταλαβαίνουμε ό,τι δεν μπορούμε να δούμε και να πούμε.»

«Η γυναίκα με είχε ακολουθήσει με χειρονομίες και γκριμάτσες, σαν να με κατηγορούσε ότι είμαι δειλός που δεν είχα πάρει μέρος στο κυνήγι του μαμούθ. Μου έδειχνε στα χέρια της καρπούς δέντρων, καταλάβαινα ότι μου έλεγε ότι οι άλλες γυναίκες θα τρώγανε κρέας. Ξαφνικά μου χίμηξε να με ξεσκίσει με τα νύχια της, την απέφυγα κι έτρεξα στο άνοιγμα της σπηλιάς. Με ακολούθησε με μίσος ως την κορυφή του απόκρημνου βράχου. Ήμαστε λαχανιασμένοι κι οι δυο, όταν φάνηκε ένας δασύτριχος άντρακλας .Κρατούσε ένα κομμάτι κρέας, που έσταζε αίμα. Ήρθε κοντά μας βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η γυναίκα έκανε ν'αρπάξει με βουλιμία το κρέας, αλλά ο κυνηγός με έδειξε γρυλίζοντας. Τότε εκείνη, ξαφνικά, με έσπρωξε βίαια, βγάζοντας κραυγή μίσους. Ξύπνησα έντρομος τη στιγμή που γκρεμοτσακιζόμουνα...»

«Μισόγυμνη, με ανασηκωμένους τους μηρούς και τη ραχοκοκαλιά της να τραμουλιάζει από το αόρατο χάδι, άρχισε ένα παιχνίδι ερωτικού παροξυσμού.Πετάχτηκε όρθια και, κρατώντας ένα υπόλειμμα ρούχου, άρχισε να χορεύει έναν παράξενο ρυθμό, που λες κι ερχόταν από τα βάθη των αιώνων. Τις ξέφευγαν άναρθρες κραυγές. Χόρεψε ξέφρενα μέχρι που απόκαμε και ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, στο πάτωμα. Βάρυναν τα χέρια της και το κορμί της έπεσε στην αγκαλιά μου, αυτή που την δεχόταν σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας...»

«Βρισκόμαστε στη τρίτη δεκαετία του 2000, όπου έχει επέλθη η παγκόσμια ομοιομορφοποίηση με τις μικρές πατρίδες στην οικονομική ένταξη μιας μεγάλης που μιλάει, διαβάζει, ψυχαγωγείται, τρέφεται και, κυρίως, σκέφτεται αμερικανικά.. Δεν ξέρουμε αν η ψυχή του ήρωά μας πετάει ακόμη ελεύθερη, αν βρίσκεται στο σώμα κάποιου Γήινου ή αν έχει μετενσαρκωθεί σε ένα νοήμον πλάσμα του αστρικού χώρου, έτη φωτός μακριά, όπου μόνο η ακατάβλητη αθάνατη ύπαρξή του μπορεί να φτάσει...»

« Ο εικοστός πρώτος αιώνας έχει προχωρήσει ανάμεσα στη κυριαρχία της πληροφορικής, στη κόπωση των ιδεολογιών και των πολιτικών συστημάτων, στην αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά, για την ιστορία της πατρίδας τους, για τα ήθη και έθιμά τους, την άρνησή τους να στρατευτούν. Ο κόσμος υποφέρει από το εξοντωτικό σύστημα των τραπεζών - πολυεθνικών και την τρομερή εξάπλωση της εγκληματικότητας. Η νυχτερινή ζωή έχει εκλείψει και μόλις σκοτεινιάσει κυκλοφορούν μόνο αποβράσματα της κοινωνίας. Πολλοί νέοι ονειρεύονταν βρουν διέξοδο στη Σελήνη, όπου υπάρχουν επανδρωμένες βάσεις - πόλεις. Ο διάσημος κοινωνιολόγος Λούθηρος Τζόρνταν υποστηρίζει ότι μόνο μακριά από τη Γη μπορεί να ξεκινήσει μια νέα ιστορία της ανθρωπότητας, από επιλεγμένα άτομά της.»

«Πραγματικά, οι μονόχνωτοι, οι φοβισμένοι, οι αποβλακωμένοι, αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού, ο οποίος είχε αφεθεί στο λήθαργο που είχαν επιβάλει τα ηλεκτρονικά μέσα. Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν την ίδια στιγμή τι γινόταν στα πέρατα του πλανήτη, αλλά κανένας δεν ήξερε πώς ένιωθε και τι υπέφερε ο γείτονάς του ή και ο δικός του άνθρωπος στο διπλανό δωμάτιο, στο ίδιο σπίτι...Μα ξαφνικά, όπως μεταδίδεται ο ηλεκτρισμός στο καλώδιο με το γύρισμα ενός διακόπτη, όλοι αυτοί οι αμέτοχοι στους μακρινούς πόνους ένιωσαν με τη δική τους αγωνία την ομαδική ανατριχίλα...Ήταν το ξύπνημα από το λήθαργο και η συμμετοχή τους στο κοινό πόνο και τρόμο από τους σεισμούς 10 Ρίχτερ του Βόρειου Πόλου, όπου έγιναν κονιορτός τα παγόβουνα κι άρχισε να πλημμυρίζει η Γης...»

 

:: επιστροφή στα βιβλία :: στείλε μου το μήνυμά σου ::

 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία ::

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster :: developed & hosted by Hyper Center